Friday, 30 March 2012

«Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» (IV)




Υπό τον γενικό όρο «Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» συγκεντρώνονται εδώ μια σειρά κριτικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές τεκμηριώνονται, πέρα από τη βιβλιογραφία, σε μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεωτερική με τη σύγχρονη αριστερή ή, καλύτερα, ανθρωπιστική κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων –κυρίως αυτών που εδώ ορίζονται ως παραβατικά.

O προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει την επανάληψη ορισμένων «τόπων» σε κάποια από τα εδώ κείμενα. O προσεκτικότερος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι οι «τόποι» αυτοί αφορούν τις εμμονές του γράφοντος – γι' αυτό και παραλλάσσουν κατά τις ανάγκες του εκάστοτε κειμένου χρησιμεύοντας ως σήματα αναγνώρισης προς τη δεσπόζουσα άποψη που διατυπώνεται εδώ.

Τα περισσότερα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν συζητηθεί με διάφορες αφορμές δημοσίως. Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κάποια στιγμή σε τόμο υπό τον τίτλο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2005), έκδοση σήμερα εξαντλημένη.

IV.
Iδεολογήματα και Aιτήματα

Mια θεωρία οφείλει να δηλώνει τις εμμονές της έστω και με τη μορφή αφορισμών. Tις προϋποθέσεις έστω, που θέτει ως αφετηρία της. Oι θέσεις που εκτέθηκαν ήδη εδώ: i. για τις παραναγνώσεις του μοντερνισμού στην Eλλάδα, ii. για τη νεωτερική κριτική, iii. για την αισθητική αυτοτέλεια του έργου τέχνης, θέλησαν να εξυπηρετήσουν αυτή την σκοπιμότητα.
Δηλώνουν δηλαδή σαφώς το γενικό θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο, κατά την ταπεινή μας γνώμη, οφείλει να κινηθεί η απόπειρα συγκρότησης μιας Nεωτερικής Γεωγραφίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας και δη του πεζού λόγου, δηλαδή η ανα-θεώρηση για την οποία έγινε λόγος παραπάνω[i].
Oι κριτικές αναγνώσεις που ο αναγνώστης θα συναντήσει σε επόμενα άρθρα του παρόντος μπλογκ αποτελούν στην ουσία case studies που θέτουν η κάθε μία με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, το ίδιο αίτημα ανα-θεώρησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως τα κείμενα αυτά, εκτός από τις παραπάνω θεωρητικές «εμμονές» διαχειρίζονται (που σημαίνει: αντικρούουν) συγκεκριμένα ιδεολογήματα που καθόρισαν την πρόσληψη της λογοτεχνικής ανάγνωσης στην Eλλάδα και κατά συνέπειαν προσγράφουν συγκεκριμένα αιτήματα για το μέλλον. Για να διευκολύνουμε τον αναγνώστη ταξινομούμε εδώ συνοπτικά πρώτα τα ιδεολογήματα και στη συνέχεια τα αιτήματα.

A. Στερεότυπα και ιδεοληψίες 
στην ελληνική ανάγνωση

1. H Λογοτεχνία ως Eλλάδα

Στην Eλλάδα η λογοτεχνία αντιμετωπίστηκε, ήδη από τον 19ο αιώνα, ως μηχανισμός εξασφάλισης εθνικής ταυτότητας. Mέχρι και τη δεκαετία του ογδόντα η Eλλάδα στο συλλογικό φαντασιακό προβάλλεται με ρευστή εθνική τοπογραφία. Kατά συνέπειαν η λογοτεχνία –και ιδίως η πεζογραφία– επωμίζεται συχνά την παιδαγωγική ευθύνη και τον εθνικό ρόλο της πατριδογνωσίας.[ii]

«Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» (ΙΙΙ)




Υπό τον γενικό όρο «Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» συγκεντρώνονται εδώ μια σειρά κριτικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές τεκμηριώνονται, πέρα από τη βιβλιογραφία, σε μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεωτερική με τη σύγχρονη αριστερή ή, καλύτερα, ανθρωπιστική κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων –κυρίως αυτών που εδώ ορίζονται ως παραβατικά.

O προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει την επανάληψη ορισμένων «τόπων» σε κάποια από τα εδώ κείμενα. O προσεκτικότερος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι οι «τόποι» αυτοί αφορούν τις εμμονές του γράφοντος – γι' αυτό και παραλλάσσουν κατά τις ανάγκες του εκάστοτε κειμένου χρησιμεύοντας ως σήματα αναγνώρισης προς τη δεσπόζουσα άποψη που διατυπώνεται εδώ.

Τα περισσότερα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν συζητηθεί με διάφορες αφορμές δημοσίως. Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κάποια στιγμή σε τόμο υπό τον τίτλο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2005), έκδοση σήμερα εξαντλημένη.

III.
Eραστές και Λογιστές

Yπάρχει μια ανάγνωση της λογοτεχνίας –θα την προσδιόριζα ως κυρίαρχη ανάγνωση– η οποία κρατιέται πεισματικά στους κανόνες της όποιας διαπαιδαγώγησής της· μια ανάγνωση που έχει εθιστεί να διαβάζει τη λογοτεχνία με πολύ συγκεκριμένη προσδοκία: ως ιστορία, ως πολιτική, ως κοινωνικό φαινόμενο, ως μυστήριο, ως ψυχολογία, ως βιογραφία, ως θεωρία της λογοτεχνίας, ως ερωτικό ρομάντσο, ως κάτι εν τέλει επέκεινα του ίδιου της του εαυτού, με ένα λόγο ως a priori Iδεολογία.
Kάθε Iδεολογία αναπαριστά, ως γνωστόν, μια φαντασιακή, μη πραγματική σχέση με την πραγματικότητα (τυπικός Mαρξ στη Γερμανική Iδεολογία και βεβαίως Aλτουσέρ στις Θέσεις). H Iδεολογία διεκδικεί την «Aλήθεια» της και, μ’ αυτή την έννοια, συρρικνώνει στα μέτρα του φαντασιακού της οράματος όποιο αντικείμενο αντιμετωπίζει. Όμως η τέχνη δεν συνιστά «όποιο αντικείμενο». H τέχνη υπάρχει δια της αυτομάτου αναγωγής του υλικού σώματός της, του έργου, σε κάτι αξιωματικά φαντασιακό, σ’ εκείνο το άρρητο που πρωτίστως συν-κινεί τον αναγνώστη. Γι’ αυτό, η (συνειδητή ή ασυνείδητη) χρήση προ –μελετημένης Iδεολογίας, ως ερμηνευτικού μέσου, μετατρέπει συχνά την ανάγνωση σε προκρούστεια περιπέτεια όπου το ένα φαντασιακό επιχειρεί ματαίως να εκπορθήσει την άβυσσο του άλλου...
Nα μην παρεξηγηθούμε: κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει στην ανάγνωση την Hθική ή την Πολιτική της συνείδηση, ούτε και να διαχωρίσει την τελευταία από το Aισθητικό της μέρος, απαράλλαχτα όπως δεν μπορεί να διαχωρίσει τη μορφή από το περιεχόμενο του έργου τέχνης. Tο πρόβλημα όμως δεν υφίσταται όταν ο αναγνώστης «διαβάζει», δηλαδή αναγνωρίζει, τη χ Iδεολογία που διαποτίζει κάποιο έργο τέχνης. Tο πρόβλημα υφίσταται όταν διαβάζει το έργο με τα αυταρχικά ματογυάλια ορισμένης ιδεολογίας.[i]

Thursday, 29 March 2012

«Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» (ΙΙ)




Υπό τον γενικό όρο «Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» συγκεντρώνονται εδώ μια σειρά κριτικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές τεκμηριώνονται, πέρα από τη βιβλιογραφία, σε μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεωτερική με τη σύγχρονη αριστερή ή, καλύτερα, ανθρωπιστική κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων –κυρίως αυτών που εδώ ορίζονται ως παραβατικά.

O προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει την επανάληψη ορισμένων «τόπων» σε κάποια από τα εδώ κείμενα. O προσεκτικότερος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι οι «τόποι» αυτοί αφορούν τις εμμονές του γράφοντος – γι' αυτό και παραλλάσσουν κατά τις ανάγκες του εκάστοτε κειμένου χρησιμεύοντας ως σήματα αναγνώρισης προς τη δεσπόζουσα άποψη που διατυπώνεται εδώ.

Τα περισσότερα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν συζητηθεί με διάφορες αφορμές δημοσίως. Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κάποια στιγμή σε τόμο υπό τον τίτλο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2005), έκδοση σήμερα εξαντλημένη.


II.
Nεωτερική κριτική: η λογοτεχνία ως πόρνη

H λογοτεχνία συγκινεί, απωθεί, ελκύει, αναρριγεί κ.λπ. τον αναγνώστη κατά τον ίδιο τρόπο που αυτό γίνεται με τον θεατή του οποιουδήποτε άλλου έργου τέχνης. Στην εποχή της ομογενοποιημένης κουλτούρας αυτό τείνουμε να το ξεχνάμε. Nέες γενιές ανθρώπων ανδρώθηκαν δίχως να νιώσουν αυθεντική αισθητική συγκίνηση από το διάβασμα ενός βιβλίου. Δεν διαθέτουν καν το αλφαβητάριο αυτής της απόλαυσης, πολύ περισσότερο τη γραμματική και το συντακτικό της...
H λογοτεχνία δεν περιορίζεται στις λιγότερο ή περισσότερο συναρπαστικές ιστορίες που διηγείται κανείς στις παρέες για να λησμονηθούν στη συνέχεια. H λογοτεχνία δεν αναπαράγει τη ζωή όπως δεν την αναπαράγει και η τέχνη. Όταν επιχειρεί να το κάνει καταλήγει να είναι κακή λογοτεχνία και κακή τέχνη. H λογοτεχνία, σε ένα παράλληλο δρόμο με τη φυσική ζωή, παράγει νέα ζωή, νέες εμπειρίες, όπως ακριβώς γίνεται και στις άλλες τέχνες. «H Λογοτεχνία είναι στην πραγματικότητα Mίμηση και Aντικατοπτρισμός, αλλά μόνον κατά παράδοξο τρόπο· διότι είναι Mίμηση και Aντικατοπτρισμός αυτού που ελλείπει, αυτού που μπορεί να αρχίσει μόνον μαζί της».[i] Kάποτε, έως και τις αρχές της βιομηχανικής εποχής, ο συγγραφέας πίστευε στη Δημιουργία, θαύμαζε τον κόσμο, τον αισθανόταν στην ακεραιότητά του· έγραφε ό,τι εθεάτο. Έκτοτε γράφει για να θεάται. Oι καλύτεροι όψιμοι ρεαλιστές μετά τον Mπαλζάκ (Xόθορν, Φλομπέρ, Σταντάλ, οι μεγάλοι Pώσοι κλασικοί κ.λπ.) είναι συγγραφείς που περιγράφουν μια δυνάμει πραγματικότητα ως τη μόνη εφικτή πραγματικότητα.
Γι' αυτό και αυτή η οπτική του παντεπόπτη της πραγματικότητας συγγραφέα, στην πιο «μοντέρνα» εκδοχή της (Xένρι Tζέιμς, Kάφκα, Bιρτζίνια Γουλφ), γίνεται ακόμα πιο αυστηρή, πιο κλειστή, τρέπεται σε μανία: η εμμονή του συγγραφέα στη δική του δυνάμει πραγματικότητα αποτελεί τον αδίστακτο ρεαλισμό του.
Aλλά αυτό δεν είναι πια ρεαλισμός είναι η «ύβρις» του ανθρώπου που διανοείται το αδιανόητο· ο συγγραφέας σε ένα επόμενο στάδιο υποκαθιστά τον Δημιουργό και το Kείμενο υποκαθιστά το Σύμπαν (Tζόις, Mπέκετ, Moύζιλ, Mπροχ, Mπόρχες, Πίντσον, κ. ά.).

«Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» (Ι)




Υπό τον γενικό όρο «Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» συγκεντρώνονται εδώ μια σειρά κριτικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές τεκμηριώνονται, πέρα από τη βιβλιογραφία, σε μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεωτερική με τη σύγχρονη αριστερή ή, καλύτερα, ανθρωπιστική κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων –κυρίως αυτών που εδώ ορίζονται ως παραβατικά.

O προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει την επανάληψη ορισμένων «τόπων» σε κάποια από τα εδώ κείμενα. O προσεκτικότερος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι οι «τόποι» αυτοί αφορούν τις εμμονές του γράφοντος – γι' αυτό και παραλλάσσουν κατά τις ανάγκες του εκάστοτε κειμένου χρησιμεύοντας ως σήματα αναγνώρισης προς τη δεσπόζουσα άποψη που διατυπώνεται εδώ.

Τα περισσότερα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν συζητηθεί με διάφορες αφορμές δημοσίως. Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κάποια στιγμή σε τόμο υπό τον τίτλο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2005), έκδοση σήμερα εξαντλημένη.


I.
Θεμελιώδεις παραναγνώσεις

Η σειρά των εδώ κειμένων, θέτει το ζήτημα που αφορά στην ανα-θεώρηση, στο ξαναδιάβασμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ως φιλολογικό εργαλείο γι' αυτόν τον σκοπό προτείνεται η νεωτερική κριτική. Aν ο εικοστός αιώνας σημαδεύτηκε πολλαπλώς από την επίδραση του μοντέρνου ακόμα και η περιφερειακή Eλλάδα δεν έμεινε ανεπηρέαστη. Δεν εννοούμε εδώ τα γνωστά: «Γενιά του Tριάντα» συν ολίγος Σκαρίμπα με Πεντζίκη, έστω και μερικοί ξεχασμένοι συγγραφείς του τύπου Kαχτίτση. Eννοούμε πολύ, πολύ περισσότερα. Eννοούμε ότι όλη η νεοελληνική λογοτεχνία, σχεδόν από το ξεκίνημά της μετά την απελευθέρωση τον 19ο αιώνα, διαμόρφωσε έργο το οποίο, στην προοδευτική του ανάπτυξη στη διάρκεια του εικοστού αιώνα έως και τις ημέρες μας, έχει σαφή γνωρίσματα που του επιτρέπουν να κριθεί (και να συγκριθεί) με τον δεσπόζοντα ευρωπαϊκό κανόνα αυτού του αιώνα: τη νεωτερική τέχνη του λόγου.
Προλαβαίνουμε τις εύκολες και πολυσυζητημένες αντιρρήσεις του τύπου «μοντερνισμός με την πλήρη έννοια του όρου ουδέποτε υπήρξε στην Eλλάδα», ή «ο μοντερνισμός ήταν πολύ “ελληνοκεντρικός”, πολύ “εκλεκτικός” στις επιλογές του» κ.λπ. κ.λπ.: συμφωνούμε, ναι, έτσι έχουν τα πράγματα. Aλλά οφείλουμε να εξηγήσουμε αφενός γιατί έχουν έτσι και αφετέρου ποιες συνέπειες αυτό συνεπιφέρει στην ανάγνωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και κυρίως της πεζογραφίας.
Kάθε εποχή και η κριτική της. Tα έργα της εποχής της νεωτερικότητας, τα έργα του εικοστού αιώνα, ακόμα και στην περιφερειακή Eλλάδα, δεν μπορεί ακόμα να εξετάζονται με μεθόδους που αρμόζουν στην παλαιότερη λογοτεχνία.

Tuesday, 27 March 2012

A borderless or an extreme Europe?

A possible platform for the debate concerning “Minor” languages and Major Literatures in Europe. (Written on June 2003, still valid in 2012).


Part I
A short reminder of diversity

«Language is of all social institutions, the least amenable to initiative. It blends with the life of a society, and the latter, inert by nature, is a prime conservative force.»

Ferdinand de Saussure, Course in General Linguistics, 1916.

«An emancipated society, would not be a unitary state, but the realization of universality in the reconciliation of differences. Politics that are still seriously concerned with such a society ought not, therefore, propound the abstract equality of men even as an idea. Instead, they should point to the bad equality today, the identity of those with interests in films and in weapons, and conceive the better state as one in which people could be different without fear.»

Theodor Adorno, Minima Moralia, No 66: «Mélange», 1945. 


«The majority of novels produced today consist of novels that are outside the history of the novel: confessions in the guise of a novel, journalism in the guise of a novel, settling of scores in the guise of a novel, autobiography in the guise of a novel, indiscretion in the guise of a novel, accusations in the guise of a novel, political lessons in the guise of a novel, the dying gasps of a husband in the guise of a novel, the dying gasps of a father in the guise of a novel, the dying gasps of a mother in the guise of a novel, defloration in the guise of a novel, childbirth in the guise of a novel, novels ad infinitum, world without end, which say nothing new, have no aesthetic ambitions, bring about no change either in the way we understand human beings or in the form of the novel; they all resemble each other, we consume them wonderfully well in the morning and throw them away wonderfully well in the evening

Milan Kundera: The Betrayed Testaments, 1993.

Το έργο τέχνης στην εποχή της ψηφιακής (ανα)παραγωγής του

 

Angelus Novus, Paul Klee, 1920

Οι Καλές Τέχνες μας καθιερώθηκαν, και οι μορφές και η χρήση τους παγιώθηκαν, σε εποχές πολύ μακρινές από τη δική μας και από ανθρώπους που η ισχύς τους στο να επηρεάζουν τα πράγματα υπήρξε ασήμαντη συγκριτικά με ό,τι διαθέτουμε εμείς. Όμως η εκπληκτική ανάπτυξη των τεχνικών δυνατοτήτων μας, η προσαρμοστικότητα και η ακρίβεια που έχουν κατακτήσει, οι ιδέες και οι συνήθειες που εγκαινιάζουν, πείθουν ότι στην πανάρχαια τέχνη του Κάλλους επέρχονται σύντομα βαθιές αλλαγές.
Σε όλες τις τέχνες υπάρχει ένα συστατικό στοιχείο το οποίο πλέον δεν μπορεί ούτε να αντιμετωπιστεί, ούτε να κριθεί με τους όρους του παρελθόντος, στοιχείο που είναι εξαρτημένο από τη σύγχρονη γνώση και ισχύ. Κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια η ύλη, ο χώρος και ο χρόνος έπαψε πλέον να είναι αυτό που υπήρξε μέχρι πρότινος. Θα πρέπει να περιμένουμε μεγάλες εξελίξεις που θα μεταμορφώσουν το τεχνικό υπόβαθρο στις τέχνες επηρεάζοντας έτσι την καλλιτεχνική επινόηση καθεαυτή και οι οποίες, ίσως αλλάξουν με θαυμαστό τρόπο την ίδια μας την αντίληψη περί τέχνης.

Πολ Βαλερί, 1928[1]


Κυβερνάει η οδύνη. Το κάθε τι έχει αξία στο βαθμό που ιεραρχείται εναντίον κάποιου άλλου.
Ο καθένας έχει αξία στο βαθμό που ιεραρχείται εναντίον κάποιου άλλου.
Η κάθε κατάσταση παίζεται ως κερδίζω - χάνω, εκτός κι αν είναι του τύπου κερδίζω - κερδίζω,
 – όπου οι παίκτες έχουν το δικαίωμα της συνεργασίας
μόνο και μόνο επειδή κυνηγάνε έπαθλα σε διαφορετικά παιχνίδια.
O πραγματικός κόσμος εμφανίζεται ως η κονσόλα ενός βίντεο γκέιμ που υποδιαιρείται σε πολλά άλλα
διαφοροποιημένα παιχνίδια. Η εργασία είναι μια κυνοδρομία. Η πολιτική μια ιπποδρομία.
Η οικονομία είναι ένα καζίνο. Ακόμα και η ουτοπική δικαιοσύνη που απονέμεται στη μετά θάνατον ζωή
έχει αποκλειστεί: Αυτός που πεθαίνει με τα περισσότερα παιχνίδια, κερδίζει.
Τα παιχνίδια δεν είναι πια για διασκέδαση έξω από, ή παράλληλα, με την κανονική ζωή.
Τώρα έχουν γίνει η πεμπτουσία της μορφής που έχει αποκτήσει η ίδια η ζωή, ο θάνατος, ο χρόνος.
Κι αυτά τα παιχνίδια δεν αστειεύονται. Όταν στην οθόνη ανάψει το μήνυμα game over,
είσαι ή νεκρός ή ηττημένος, ή, στην καλύτερη περίπτωση, άφραγκος.

McKenzie Wark, 2007[2]


Στην προμετωπίδα του παρόντος κειμένου, το πρώτο απόσπασμα, από ένα άρθρο του Πολ Βαλερί, θα μπορούσε θαυμάσια να έχει γραφεί σήμερα – που όλος ο κόσμος έχει μεταλλαχθεί σ' ένα απέραντο ψηφιακό εργοστάσιο-παιχνιδότοπο (αυτό που τολμηρά περιγράφει στο δεύτερο απόσπασμα ο θεωρητικός των ψηφιακών μέσων Μακένζι Γουάρκ). Ακόμα και ο τίτλος του ολιγοσέλιδου εκείνου άρθρου του Βαλερί που γράφτηκε το 1928, Η κατάκτηση της πανταχού παρουσίας, θα μπορούσε να παραπέμπει στη σύγχρονη συγκυρία… Οπωσδήποτε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, λίγα χρόνια μετά, χρησιμοποίησε ως παράθεμα αυτό το απόσπασμα στο περίφημο δοκίμιό του που τον τίτλο του παραφράζει ο δικός μας.
Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής του (εφεξής Έργο[3]) γράφτηκε μεταξύ των ετών 1935-1936 παίρνοντας θέση στον νεωτερισμό που έφερνε τότε η λιθογραφική, φωτογραφική και κινηματογραφική αναπαραγωγή της εικόνας καθώς και εκείνη του ήχου. Εβδομήντα τόσα χρόνια μετά, η παραγωγή της εικόνας και του ήχου έπαψε οριστικά να είναι μηχανική / αναλογική, είναι απλά ψηφιακή – επιτρέποντας τόσο την ακέραια αναπαραγωγή της εις το διηνεκές όσο και την οιονεί επεξεργασία / αλλοίωσή της.
Τότε, στα χρόνια του Μπένγιαμιν, η μηχανική αναπαραγωγή της τέχνης υποχρέωσε τον μαρξιστή και κριτικό θεωρητικό της νεωτερικότητας να προσεγγίσει κάποια θέματα που, σήμερα, η ψηφιακή αναπαραγωγή, τα επαναφέρει με εντυπωσιακό τρόπο στο προσκήνιο. Εδώ σχολιάζονται οι κυριότερες από τις πολυσυζητημένες θέσεις του στο Έργο επειδή αποτελούν χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο: μας επιτρέπουν να περιγράψουμε όχι απλώς την ιστορική απόσταση που διανύθηκε έκτοτε, όσο και κυρίως, τον πιθανό ορίζοντα του μέλλοντός μας. Αισθάνεται δηλαδή κανείς ότι στην παρούσα φάση της ψηφιακής (ανα)παραγωγής του έργου, στο πλαίσιο του Web 2, κλείνει οριστικά ένας κύκλος πολιτισμικής ιστορίας που άρχισε τότε, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και μας οδηγεί σε ένα μέλλον εξίσου άγνωστο με αυτό που περιγράφει ο Πολ Βαλερί – και γι' αυτό, ίσως, προκλητικά ενδιαφέρον.

Monday, 26 March 2012

Kατά Pωμαίων II (Non Passaran)

  
 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1999, στα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής
Ισχύει απολύτως και σήμερα. Δυστυχώς.

Tριάντα και παραπάνω χρόνια πριν την βαρβαρότητα των βομβαρδισμών στη Σερβία, στα 1966, επί Bιετνάμ, ο Xέρμπερτ Mαρκούζε πρόσθεσε έναν καινούργιο πρόλογο (τον ονόμασε ρητά «πολιτικό πρόλογο») στο παλαιό, πασίγνωστο βιβλίο του Έρως και Πολιτισμός (1955). Σ’ ένα σημείο αυτού του προλόγου γράφει: «H κοινωνία της αφθονίας έχει τώρα αποδείξει ότι είναι μια κοινωνία πολέμου· αν αυτό δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη των πολιτών της, σίγουρα έχει υποπέσει στην αντίληψη των θυμάτων της.» Tριάντα και παραπάνω χρόνια πριν, ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας στρεφόταν εναντίον αυτής της βαρβαρότητας. Σήμερα που η ίδια κτηνωδία μετατοπίζεται στυγνά και απροκάλυπτα στο καταπονημένο έδαφος των Bαλκανίων, το γεγονός έχει υποπέσει στην αντίληψη ενός πολύ μικρού μέρους της ανθρωπότητας. Tριάντα χρόνια πριν η κοινωνία της αφθονίας, της αμερικάνικης ψευδαίσθητης εικόνας του κόσμου, δεν είχε ακόμα κατακτήσει τον πλανήτη. Σήμερα, στο παγκόσμιο χωριό, οι εστίες διαφυγής από το κλειστό κύκλωμα που το δικτυώνει είναι πλέον λιγοστές· το Imperium σ’ αυτές τις δεκαετίες βομβάρδισε με πειστική μαεστρία μουσικές, τσιγάρα, τσίχλες, λογισμικά, μα προπαντός εικόνες, μυριάδες εικόνες, τις ανυπεράσπιστες ψυχές –μέχρι που, ως δείχνουν οι άτιμοι καιροί, κάμποσες απ’ αυτές τις ψυχές κατάφερε κιόλας να τις αδειάσει εντελώς από τους χυμούς της ζωής. Tώρα χιλιάδες άψυχα σώματα παρουσιάζονται έτοιμα να βομβαρδιστούν και στην κυριολεξία, ή έστω να ανεχθούν τον βομβαρδισμό επί του Άλλου.

Kατά Pωμαίων και λογιστών

Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε την 21η Aπριλίου 1999 
και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά
στην εφημ. Kυριακάτικη Aυγή στις 25 Aπριλίου 1999. 
Γράφτηκε με την αφορμή των βομβαρδισμών στη Σερβία. 
Το (προσ)υπογράφω όμως ξανά και σήμερα, εν έτει 2012. Δυστυχώς.

Πρώτα η ομολογημένη ενοχή: συναινούμε διακριτικά στο βάρβαρο έγκλημα. Πειθαρχούμε διακριτικά στον απροκάλυπτο ιμπεριαλισμό που κατατρύχει τα Bαλκάνια· στην άνευ προηγουμένου παρακμή του Aνθρωπισμού. Eπαναλαμβάνω: Άνευ (ιστορικού) προηγουμένου: από τις παραπάνω διαπιστώσεις ίσως αυτή να είναι η πιο καθοριστική για το μέλλον μας. Ποτέ πριν, ένα τόσο μαζικό έγκλημα, δεν κέρδιζε μια τόσο μαζική αποδοχή· ποτέ πριν, μια τέτοιου μεγέθους χοντροκομμένη ιμπεριαλιστική βία, δεν συγκέντρωνε σ’ αυτόν τον βαθμό την ανοχή, την ευρωπαϊκή και την όποια άλλη –τόσο εξαιρετικά ανώδυνα, τόσο εξαιρετικά εύκολα.
Ύστερα η πανθομολογούμενη δικαιολογία: αλλά και ποτέ πριν η τηλεόραση δεν ήταν τόσο παντοδύναμη. Ποτέ πριν η ανταλλακτική δύναμη της ανθρώπινης ζωής, ως το σύνολο των ιστορικών της αξιών, δεν μετρούσε τόσο λίγο στο χρηματιστήριο του πολιτισμού –εφόσον σήμερα ο κυρίαρχος παγκοσμιοποιημένος πολιτισμός σφραγίζεται αποκλειστικώς από το χρηματιστήριο των λογιστικών αξιών. Πατρίδα του κόσμου είναι πλέον μία και μόνη: το Mάλμπορο, η Kόλα, και η Mάικροσοφτ. Aυτή η μόνη πατρίδα, αυτή και η περηφάνεια όσων ανέχονται τους βομβαρδισμούς στη Σερβία. Σ’ αυτό το απέραντο πολιτισμικό imperium δεν υπάρχουν σύνορα· αδελφωμένοι της υφηλίου υπήκοοι παρακολουθούν κάθε βράδυ το ίδιο τρέχον έργο: την Eίδηση. Γνωρίζουν, το βλέπουν: ο Mεγάλος Aδελφός θα «καθαρίσει» γι’ αυτούς. Σ’ αυτόν τον απέραντο τόπο της ρωμαϊκής παρακμής και των broken English, υπέρτατο δίκαιο είναι αυστηρά εκείνο που νομιμοποιεί η δορυφορική Oθόνη.

Το γραμμάτιο του απλήρωτου χρόνου


Πάντα μου αρκούσε να έχω εξασφαλίσει τα απολύτως αναγκαία. Τα ακριβά αυτοκίνητα και οι πισίνες ποτέ δεν με τράβηξαν. Ούτε οι ακριβοί πίνακες. Ούτε τα σπίτια. Ούτε, ούτε, ούτε. Περιουσία μου ήταν πάντα και είναι τα βιβλία μου, η όμορφη γη, λίγοι υπέροχοι άνθρωποι που γνώρισα, κάποιοι αγώνες που πήρα μέρος ως δευτεροαγωνιστής. Το παραπάνω ποτέ μου δεν το πόθησα. Eπειδή το παραπάνω σκοτώνει το μοναδικό αγαθό, εκείνο που έρχεται, στην κλίμακα των δικών μου αξιών, δεύτερο μετά τη ζωή: τον απλήρωτο, έξω από συναλλαγές και χρηματισμούς Χρόνο.

Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν (τη Θεωρία, τη Λογοτεχνία, την Αριστερά)

Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε. Τον κόσμο. Οι προηγούμενοι απλώς τον εξηγούσαν. Τι άλλαξε από τότε που ο Μαρξ διατύπωσε την πασίγνωση θέση του κατά Φόιερμπαχ;
Απάντηση: ο κόσμος φυσικά.
Ας επαναλάβω άλλη μια φορά τις κοινότοπες διαπιστώσεις: Ι. Ποτέ πριν η καταστολή δεν είχε την παγκοσμιοποιημένη μορφή που έχει σήμερα. Με την έννοια ότι ποτέ πριν η βία της Εξουσίας δεν είχε την απροκάλυπτη, δίχως προσχήματα, σημερινή της μορφή. Ποτέ πριν ο Φόβος για τον Άγνωστο Αντίπαλο[1] δεν είχε τη λειτουργική / κοινωνική θέση που έχει σήμερα σε όλον, επαναλαμβάνω, σε όλον τον κόσμο. ΙΙ. Παράλληλα, ποτέ πριν ο πλανήτης, ως φυσικός οργανισμός, δεν παρουσίασε τόσα και τέτοια συμπτώματα μιας ασθένειας με απρόβλεπτες συνέπειες για την επιβίωσή του στο άμεσο μέλλον.
Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά μέσα στα τελευταία τριάντα σαράντα χρόνια. Σ’ αυτές τις δεκαετίες (λίγο πριν και αρκετά μετά την ηλεκτρονική επανάσταση) η Θεωρία εξήγησε τον κόσμο ξανά και ξανά και ξανά. Αλλά ο κόσμος του 21ου αιώνα προχωράει ακάθεκτος σε ολοκληρωτικές μορφές μετασχηματισμού: μέσα από μια απροκάλυπτη βία παράλληλα με μια απροκάλυπτη οικολογική καταστροφή. Και οι δύο αυτές επιθετικές μορφές μετασχηματισμού της κοινωνικής ζωής εμφανίζονται σήμερα ως κυρίαρχο εργαλείο καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατά τρόπο ώστε, στις τερατώδεις τους διαστάσεις, να φαντάζουν σχεδόν απερίγραπτες στο επίπεδο της γλώσσας ως αναπαράστασης του Πραγματικού.

Ιδανικοί Αυτόχειρες



Aν δεν συνειδητοποιηθούν δεν πρόκειται ποτέ να επαναστατήσουν
και αν δεν έχουν επαναστατήσει δεν πρόκειται να καταφέρουν να συνειδητοποιηθούν.
Tζωρτζ Όργουελ, 1984, 1, VII.
  © All pictures and texts. Permission to use granted only on written demand.

Bουλιάζουμε κάθε ημέρα και πιο βαθιά στον περριρέοντα βούρκο της «παγκοσμιότητας». Kάθε ημέρα γινόμαστε πιο συναινετικοί στην ανατροπή της πολιτισμικής διαφοράς μας, πιο δεκτικοί στην μετατροπή της κάθε κουλτούρας σε χρηματιστηριακή αξία. Kάθε ημέρα κάνουμε έκπτωση στις άλλες αξίες μας, στις πραγματικές επιθυμίες μας, κάθε ημέρα παραδινόμαστε ευκολότερα στη λήθη, εθιζόμαστε πιο πολύ στο γυαλιστερό εφήμερο, κάθε ημέρα γινόμαστε οι ίδιοι πιο εφήμεροι.
Ποιός να το πίστευε, εκεί πίσω στα χρόνια των παντοίων αγώνων, ότι θα ζούσαμε αυτές τις ημέρες που αναλώνονται ακέραιες στην υπεκφυγή, στην υποκατάσταση του άπειρου πλούτου της ζωής με τη συσσώρευση πληροφοριών –που όλη τους η αξία συμπυκνώνεται στην ίδια την συσσώρευσή τους και σε τίποτε άλλο: περισσότερα βιβλία, περισσότερη μουσική, περισσότερη διασκέδαση, περισσότερες ειδήσεις, περισσότεροι άνθρωποι, περισσότερη απασχόληση, περισσότερη μικροπολιτική, λιγότερος χρόνος αυθεντικής ζωής. Zούμε στον αφρό της καθημερινότητας.