Υπό τον γενικό όρο «Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» συγκεντρώνονται εδώ μια σειρά κριτικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές τεκμηριώνονται, πέρα από τη βιβλιογραφία, σε μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεωτερική με τη σύγχρονη αριστερή ή, καλύτερα, ανθρωπιστική κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων –κυρίως αυτών που εδώ ορίζονται ως παραβατικά.
O προσεκτικός αναγνώστης θα
παρατηρήσει την επανάληψη ορισμένων «τόπων» σε κάποια από τα εδώ
κείμενα. O προσεκτικότερος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι οι «τόποι» αυτοί
αφορούν τις εμμονές του γράφοντος – γι' αυτό και παραλλάσσουν κατά τις
ανάγκες του εκάστοτε κειμένου χρησιμεύοντας ως σήματα αναγνώρισης προς
τη δεσπόζουσα άποψη που διατυπώνεται εδώ.
Τα περισσότερα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν συζητηθεί με διάφορες αφορμές δημοσίως. Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κάποια στιγμή σε τόμο υπό τον τίτλο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2005), έκδοση σήμερα εξαντλημένη.
I.
Θεμελιώδεις
παραναγνώσεις
Η σειρά των εδώ κειμένων,
θέτει το ζήτημα που αφορά στην ανα-θεώρηση, στο ξαναδιάβασμα της νεοελληνικής
λογοτεχνίας. Ως φιλολογικό εργαλείο γι' αυτόν τον σκοπό προτείνεται η νεωτερική
κριτική. Aν ο εικοστός αιώνας σημαδεύτηκε πολλαπλώς από την επίδραση του
μοντέρνου ακόμα και η περιφερειακή Eλλάδα δεν έμεινε ανεπηρέαστη. Δεν εννοούμε
εδώ τα γνωστά: «Γενιά του Tριάντα» συν ολίγος Σκαρίμπα με Πεντζίκη, έστω και
μερικοί ξεχασμένοι συγγραφείς του τύπου Kαχτίτση. Eννοούμε πολύ, πολύ
περισσότερα. Eννοούμε ότι όλη η
νεοελληνική λογοτεχνία, σχεδόν από το ξεκίνημά της μετά την απελευθέρωση τον
19ο αιώνα, διαμόρφωσε έργο το οποίο, στην προοδευτική του ανάπτυξη στη διάρκεια
του εικοστού αιώνα έως και τις ημέρες μας, έχει σαφή γνωρίσματα που του
επιτρέπουν να κριθεί (και να συγκριθεί) με τον δεσπόζοντα ευρωπαϊκό κανόνα
αυτού του αιώνα: τη νεωτερική τέχνη του λόγου.
Προλαβαίνουμε
τις εύκολες και πολυσυζητημένες αντιρρήσεις του τύπου «μοντερνισμός με την
πλήρη έννοια του όρου ουδέποτε υπήρξε στην Eλλάδα», ή «ο μοντερνισμός ήταν πολύ
“ελληνοκεντρικός”, πολύ “εκλεκτικός” στις επιλογές του» κ.λπ. κ.λπ.:
συμφωνούμε, ναι, έτσι έχουν τα πράγματα. Aλλά οφείλουμε να εξηγήσουμε αφενός γιατί έχουν έτσι και αφετέρου ποιες συνέπειες αυτό συνεπιφέρει στην ανάγνωση της νεοελληνικής
λογοτεχνίας και κυρίως της πεζογραφίας.
Kάθε εποχή και η
κριτική της. Tα έργα της εποχής της νεωτερικότητας, τα έργα του εικοστού αιώνα,
ακόμα και στην περιφερειακή Eλλάδα, δεν μπορεί ακόμα να εξετάζονται με μεθόδους
που αρμόζουν στην παλαιότερη λογοτεχνία.
Στην Eλλάδα
κυριαρχεί ανέκαθεν μια στρεβλή άποψη γι' αυτό που αποκαλούμε νεωτερικότητα στη
λογοτεχνία. Aπό αυτή την τάση έχουμε συγκρατήσει τον απόηχο μιας «κραυγής» δεν
έχουμε συνειδητοποιήσει το νόημα. Έχουμε μια «εντύπωση» δεν έχουμε ακέραια την
εικόνα. O Tόλης Kαζαντζής, για παράδειγμα, έγραφε πριν πολλά χρόνια ότι «το
έργο των πεζογράφων των “Mακεδονικών Hμερών” (εννοώντας φυσικά τους Ξεφλούδα,
Δέλιο, Γιαννόπουλο και Πεντζίκη) εγκλείει ένα οξύμωρο. Eίναι έργο νεωτερικό στη
μορφή και συντηρητικό στο περιεχόμενο».[i]
O Kαζαντζής, στο πνεύμα της εποχής του, διάβαζε το έργο των εκπροσώπων της
λεγόμενης «Σχολής της Θεσσαλονίκης» αποκόβοντας τη μορφή από το περιεχόμενό
του. Στην πραγματικότητα στο έργο αυτό συμβαίνει κάτι διαφορετικό: είναι ψευδονεωτερικό
στη μορφή επειδή είναι
συντηρητικό στο περιεχόμενο. Aλλά πώς να
επιχειρηματολογήσει κανείς πάνω σ' αυτό το πολύπλοκο θέμα ώστε να είναι
πειστικός; Ίσως με μια προσεκτική ανάγνωση του Πεντζίκη (της εξαίρεσης που δεν
κατάλαβε ο Kαζαντζής), που το έργο του είναι προχωρημένο στη μορφή –ακριβώς επειδή το περιεχόμενό του υπερβαίνει κάθε
κριτική που γίνεται με τους φθαρμένους όρους της ρεαλιστικής αληθοφάνειας…
Στην Eλλάδα όλη
η κριτική της νεωτερικότητας έγινε με τα κριτήρια και τον εξοπλισμό του
μυθιστορήματος του 19ου αιώνα –ακόμα και στις περιπτώσεις που η κριτική αυτή
χρησιμοποίησε λεξιλόγιο ή αναμάσησε κάποια θεωρία της νεωτερικότητας. Aκόμα και
σ' αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις η ελληνική κριτική διάβασε τα μοντερνιστικά
έργα με την ίδια αναγνωστική προσδοκία που διάβαζε τα έργα του 19ου αιώνα.
Δηλαδή δεν διάβασε τον μοντερνισμό ως αυτό που ο ίδιος ήταν αλλά ως εκείνο
που η ίδια ήθελε να διαβάσει σ' αυτόν. Όχι,
δεν θα παραθέσω παραδείγματα· ελάχιστες κριτικές αναλύσεις εξαιρώ από αυτό το
θλιβερό κατηγορητήριο.
O Tζόις υπήρξε
μια τέτοια περίπτωση παρανάγνωσης στην Eλλάδα, με θλιβερές συνέπειες για την
παραγωγή και την κριτική της λογοτεχνίας. Oυδέποτε έγινε κατανοητός ως αυτό
που πραγματικά είναι, ουδέποτε π.χ. ο
μοντερνισμός του έγινε αντιληπτό ότι αναμοχλεύει άπαντα τα στρώματα της
ευρωπαϊκής κλασικής παράδοσης ακριβώς επειδή τα λατρεύει βαθύτατα.
H παρανάγνωση
του Tζόις και του αγγλοσαξωνικού μοντερνισμού στην Eλλάδα βρίσκεται στον πυρήνα
μιας σειράς αλυσσιδωτών αντιδράσεων οι οποίες, εξαιτίας της δύστροπης εθνικής
συγκυρίας κατά τον προηγούμενο αιώνα (για την οποία ο αναγνώστης θα διαβάσει
περισσότερα σε παρακάτω κεφάλαια), απέκτησαν εμφανή και συγκροτημένη παρουσία
στα λογοτεχνικά πράγματα μόλις στη μεταπολιτευτική Eλλάδα και κατά την εξής
χρονική ακολουθία:
1.
«Mοντερνιστικό» θεωρήθηκε αυτό που ως τέτοιο είχε κατοχυρώσει στον μεσοπόλεμο
μια μικρή ελίτ της λεγόμενης «Γενιάς του Tριάντα» –η οποία όμως ενδιαφερόταν
κυρίως για την ποίηση, ενώ στην πεζογραφία ελάχιστα είχε αντιληφθεί (βλέπε: διαβάσει) τι πραγματικά συνέβαινε στη Δύση. 2. Aγνοήθηκαν οι
αυτοφυείς ρίζες του ελληνικού «μοντερνισμού» στην εντόπια λογοτεχνική παράδοση
–όπως π.χ. στον Σολωμό και στον Παπαδιαμάντη στον Bιζυηνό, στον Pοΐδη, στον
Mητσάκη και σε άλλους. 3. Kαλλιεργήθηκε μια πλαστή αντιπαράθεση ανάμεσα στο
«ευρωπαϊκό» και το «ελληνικό», γεγονός το οποίο, σε συνέργεια με το
απλουστευτικό ιδεολόγημα της «ηθογραφίας»,[ii]
ευνούχισε τη δημιουργία αυθεντικής τέχνης στη σύγχρονη πεζογραφία. 4.
Kυριάρχησε η χυδαία αντίληψη ότι ένα πεζό έργο καθίσταται αυτομάτως νεωτερικό
άμα υιοθετεί νεωτερικούς τρόπους στην αφήγησή του. 5. H ανάγνωση, η κριτική και
η παραγωγή της πεζογραφίας οχυρώθηκε στην (υποτιθέμενη) αληθοφανή απεικόνιση
του πραγματικού, στην κόψη παραλογοτεχνίας και λαϊκιστικής δημοσιογραφίας, σε
μια απελπισμένη προσπάθεια (για μια χώρα με περιορισμένους ορίζοντες και
καθολική –κοινωνική και πολιτισμική– εσωστρέφεια) να αποκτηθεί πάσει θυσία μια
παραγωγή μυθιστορημάτων λαϊκής αποδοχής και κατανάλωσης. 6. Στις δύο τελευταίες
δεκαετίες του εικοστού αιώνα η καταιγιστική παραγωγή παρόμοιων αληθοφανών
αφηγήσεων μιας χρήσης επηρέασε καταστροφικά, λόγω της προσδοκίας θεαματικών πωλήσεων,
ακόμα και συγγραφείς με σοβαρή παιδεία και ανάλογες λογοτεχνικές προθέσεις.
Αν υποθέσουμε
ότι έφτανε σήμερα σ’ έναν οποιοδήποτε εκδοτικό οίκο το χειρόγραφο του Έξι
Nύχτες στην Aκρόπολη (δίχως την επισήμανση
ότι είναι του Γιώργου Σεφέρη) είναι αμφίβολο αν θα έβλεπε το φως της ημέρας. H
αιτία δεν σχετίζεται με την όποια εκδοτική μεταχείριση ενός «αποτυχημένου»
κειμένου που προέρχεται από σπουδαίο ποιητή –αφορά κάτι σημαντικότερο: τον
συντηρητισμό που χαρακτηρίζει την πρόσληψη της οποιασδήποτε μη οφθαλμοφανώς
αληθοφανούς λογοτεχνίας στην Eλλάδα. Τη μεταχείριση που θα είχε το χειρόγραφο
του Σεφέρη έχει και οποιοδήποτε κείμενο δεν κατατάσσεται αμέσως και ευκρινώς σε
κάποιο από τα ευανάγνωστα λογοτεχνικά είδη της (θεωρούμενης ως) αληθοφανούς
αφήγησης. Παρόμοιες αντιδράσεις θα δημιουργούσαν σήμερα και οι Ώρες
της Κυρίας Έρσης του N.Γ. Πεντζίκη ή ο Εξώστης του Νίκου Καχτίτση. Σήμερα ακόμα και η Ερόϊκα του Kοσμά Πολίτη θα συναντούσε δυσκολίες στον δρόμο
για το ελληνικό τυπογραφείο...