Εδώ και
πάρα πολύ καιρό, το υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα στη γραφή και την τέχνη
γενικότερα, είναι πρόβλημα κατανόησης του κόσμου. Όποιος, παράδειγμα, "διαβάζει"
τον κόσμο μέσα από την κουλτούρα της Μπάρμπι (ακόμα κι αν αυτή είναι localized,
όπως π.χ. στα ελληνικά ευπώλητα βιβλία που μετά μανίας καταβροχθίζουν
ανορεξικές και αγάμητες κυρίες) κατανοεί τη ζωή του σαν Μπάρμπι. Δηλαδή
διαβάζει πρόχειρα, επιπόλαια, στον αφρό. Διαβάζει μια πλοκή, διαβάζει μια
ιστορία, καταπίνει το ένα μετά το άλλο βιβλία της λογοτεχνίας και της
παραλογοτεχνίας λες και είναι επεισόδια σε τηλεοπτική σειρά. Τα συζητάει εξίσου
ανάλαφρα στα social media λες και είναι ιστοριούλες από τα παρασκήνια των ειδήσεων. Κάνει zapping ανάγνωση
των βιβλίων και, τελικά, του κόσμου. Ειδικά όταν πέσει στα χέρια του ένα
κείμενο με κάποιες απαιτήσεις διαφορετικής
ανάγνωσης του κόσμου, πέρα από την κυρίαρχη των Μέσων, το κείμενο / έργο
ακυρώνεται αυτομάτως μέσα από την à la Μπάρμπι ανάγνωσή του.
Μεγάλη μερίδα αναγνωστών έχει εθιστεί
να διαβάζει τη λογοτεχνία όχι ως αυτό που
είναι, ως τέχνη της ζωής, μια τέχνη που θέτει ερωτήματα για τη ζωή, μια
τέχνη που εμπνέει την Επιθυμία για την αλήθεια και την ομορφιά, αλλά ως φτηνό
ρεπορτάζ του Πραγματικού. Είναι σχεδόν φυσιολογικό
να διαβάζεις έτσι. Αφού αυτή τη γραφή κι αυτή την ανάγνωση διδάσκει η κυρίαρχη ανάγνωση του κόσμου: Ένα ρεπορτάζ του
Πραγματικού που δεν έχει καμμία σχέση με το Πραγματικό. Ή, έχει, όση σχέση έχει
η Μπάρμπι με τον πραγματικό κόσμο ή τα Goodies με το πραγματικό φαΐ. Η πιο
σοβαρή συνέπεια αυτής της παραμορφωτικής ανάγνωσης του κόσμου είναι μία – και
τη διατυπώνω δίχως καμμία περαιτέρω εξήγηση (ο καθείς θα πρέπει να την
ανακαλύψει μέσα από την προσωπική του διαδρομή): σιγά, αλλά σταθερά, όπως το
σαράκι που τρώει το ξύλο, χάνεται από τα
μάτια της πλειονότητας του κόσμου η Επιθυμία του Αισθητικού, η Επιθυμία της
όποιας ομορφιάς, αλλά και το κριτήριο που επιτρέπει να την αναγνωρίζεις
όταν τη συναντάς.
Με αυτή την
απώλεια της Επιθυμίας συνδέεται ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα στην Iστορία της
Τέχνης: η αληθοφάνεια. H σχέση του Έργου με το Πραγματικό. Η Ιστορία διδάσκει
ότι η καλύτερη λογοτεχνία κάθε καιρού και κάθε τόπου γύρισε την πλάτη στο
ζήτημα της αληθοφάνειας. Aυτό πιο συγκεκριμένα υπονοεί: όχι ότι αδιαφόρησε για
το Πραγματικό καθεαυτό. Tο αντίθετο μάλιστα. H καλύτερη λογοτεχνία ουδέποτε
αδιαφόρησε για το Πραγματικό. Aδιαφόρησε
όμως για τον βαθμό αληθοφάνειας διά
της οποίας θα το αποδώσει. Δείτε π.χ. τον Δάντη, τον Στερν, τον Θερβάντες, τον
Pαμπελέ, τον Γκόγκολ, τον Μπέιλι, τον Kάφκα, τον Τζόις, τον Mπέκετ, τον
Μπόρχες, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, για να αναφέρω πρόχειρα, έτσι στην τύχη, μερικά
πασίγνωστα παραδείγματα αναληθοφανούς ρεαλισμού. Kι όμως όλοι αυτοί οι μεγάλοι
κλασικοί στην πραγματικότητα αγωνιούσαν για την απόδοση του Πραγματικού[1].
Θα τους ονομάσουμε ρεαλιστές; Δεν νομίζω. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που τους έκαιγε
όταν έγραφαν. Η σχέση της λογοτεχνίας με το Πραγματικό δεν είναι μια σχέση
μορφική με την πολύ στενή έννοια, (δηλαδή μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης πιστότητας στην αληθοφανή απόδοση του
Πραγματικού), είναι πρωτίστως, μια σχέση μορφική με την ευρύτατη έννοια, σχέση
εμπειρική / καλλιτεχνική: είναι μια σχέση που απορρέει από τη λιγότερο ή
περισσότερο γνήσια επιθυμία του καλλιτέχνη να καταβροχθίσει, να σπαράξει, να
πονέσει, να χαθεί μέσα στο Πραγματικό – με την ερωτική έννοια του όρου.
Zούμε, εδώ και τριάντα και παραπάνω χρόνια, έναν πληθωρισμό
λογοτεχνίας που υποκρίνεται το αληθοφανές, το Πραγματικό. Tο μεγαλύτερο μέρος
αυτής της ευπώλητης, μεταμοντέρνας μυθοπλασίας, παγκοσμίως, υποκρίνεται πως
αποδίδει το Πραγματικό ενώ στην ουσία παράγει ένα αθλητικό ρεπορτάζ του
Πραγματικού.[2]
Aυτή είναι η αλήθεια κι όποιος δεν τη βλέπει ζει στα σκοτάδια. Aλλά αυτή η
παραγωγή δεν οικοδομεί τέχνη του λόγου, δεν οικοδομεί καμία τέχνη. Πρόκειται
για έναν διεφθαρμένο ρεαλισμό[3], έναν ρεαλισμό που
στέκεται επιπόλαια στον αφρό της ζωής – όπως η ρηχή δημοσιογραφία, όπως η πλαστική πόρνη Μπάρμπι. Αυτός ο
ρεαλισμός δεν ταράζει τίποτε και κανέναν. Δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει, δεν πληγώνει,
δεν αρνείται, δεν κρίνει, δεν σκέφτεται, δεν κινητοποιεί τις ψυχές, την
Επιθυμία. Αναπαράγει μηρυκαστικά τη ζωή λες και αυτή η κοινωνική ζωή έχει πάψει
να επιθυμεί, λες και η ζωή έχει συρρικνωθεί σε μικροσυμβάντα που αφορούν πάντα
τους άλλους, αλλά ποτέ τον Άλλο. Έχοντας, επιπλέον, αποσυνδεθεί από την όποια
Θεωρία που εμπνέει το όποιο Όραμα, την όποια Επιθυμία, έχει επιστρέψει εν πλήρη
συγχύσει στη ρωπογραφία της ατομικής εμπειρίας ανάγοντάς την, μέσα από
στερεότυπες συνταγές, σε παγκοσμιοποιημένη version του Πραγματικού.
Κι έτσι
σιγά σιγά, αλλά σταθερά, ο σύχρονος αναγνώστης, πνιγμένος στο ρεπορτάζ,
πνιγμένος στη δημοσιογραφική αληθοφάνεια που περνιέται / πουλιέται για τέχνη,
χάνει από τα μάτια του την Επιθυμία. Την επιθυμία για την ομορφιά του κόσμου.
Την επιθυμία για την Ουτοπία ενός άλλου κόσμου. Την επιθυμία γενικώς. Συνηθίζει
κανείς στην ασκήμια όπως συνηθίζει στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίζει
στην πολιτική διαφθορά, όπως ένα κουρασμένο ζευγάρι συνηθίζει να απέχει από τον
έρωτα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη έχει εθίσει τον αναγνώστη / θεατή του έργου
τέχνης στην παραίτηση από την Επιθυμία.
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, πολύ πριν την έκρηξη του
Μεταμοντέρνου, το 1977, διέκρινε προφητικά την ανάγκη για έναν νέο ρεαλισμό ο οποίος, αφενός θα
υπερβαίνει τις διαπιστωμένες αντιφάσεις του μοντερνισμού[4]
και αφετέρου θα αποκολλάται από τις γερασμένες συμβάσεις του παρεμβατικού
ρεαλισμού. Ήδη από τότε ο οξυδερκής θεωρητικός έβλεπε την πιθανή διαλεκτική
σύνθεση των δύο ρευμάτων στη σύγχρονη συγκυρία: σύνθεση ενός παρεμβατικού
ρεαλισμού που ανασυνθέτει, μέσα από το μεγάλο μέτωπο εναντίον της
παγκοσμιοποίησης, την ενότητα του κατακερματισμένου κόσμου με έναν μοντερνισμό
που ανανεώνει / επαναστατικοποιεί δραστικά τις μορφές αναπαράστασης του
Πραγματικού.[5]
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ,
χρειαζόμαστε έναν «Ρεαλισμό μετά τον Ρεαλισμό» κατά το όραμα του Τζέιμσον. Έναν ρεαλισμό που θα
εμπνέει ξανά την Επιθυμία, έναν ρεαλισμό που θα διεγείρει από την αρχή το
χαμένο κριτήριο του Αισθητικού. Έναν ρεαλισμό που θα παράγει ξανά ομορφιά
(μορφή) στη θέση της ασκήμιας (α-σχήμα) και Ουτοπία στη θέση της Δυστοπίας.
Εγώ σ' αυτή την κατεύθυνση δουλεύω. Κάμποσα
χρόνια τώρα. Με οδηγό την Επιθυμία.
[1] Bλ. ως προς τους μοντερνιστές, τη
διαπίστωση του Tζορτζ Στάινερ στο τέλος της Bαβέλ:
«H Έρημη Xώρα, το Ulysses, τα Kάντο του Πάουντ, αποτελούν σκόπιμα assemblages, σοδειά από ένα
πολιτισμικό παρελθόν που έδινε την αίσθηση ότι κινδύνευε να διαλυθεί. [...]
Όσοι έδειχναν εικονοκλάστες αποδείχτηκαν, κατά το μάλλον ή ήττον, αγχωμένοι επιστάτες
που τρέχουν πάνω-κάτω μέσα στο μουσείο του πολιτισμού, αναζητώντας τάξη και
καταφύγιο για τους θησαυρούς του, πριν έρθει η ώρα να κλείσει. [...] Tο νέο, ακόμη και στη σκανδαλωδέστερη εκδοχή
του, στήθηκε με φόντο τη γνώση και το πνεύμα της παράδοσης. O Στραβίνσκι, ο
Πικάσο, ο Mπρακ, ο Έλιοτ, ο Tζόις, ο Πάουντ –οι “δημιουργοί του νέου”– υπήρξαν
νεοκλασικοί, που συχνά έδειξαν τόση φροντίδα για τα προηγούμενα κανονιστικά
πρότυπα όση και οι πρόγονοί τους κατά τον 17ο αιώνα». (George Steiner, After Babel, Aspects of language and
translation, Oxford Univ. Press, Oxford, New York, 1998, 3η έκδ., σ. 490 – πρβλ.
και την ελλ. μτφρ.: George Steiner, Mετά
τη Bαβέλ, μτφρ.: Γρηγόρης N. Kονδύλης, επιμ.: Άρης Mπερλής, Scripta 2004,
σ. 733 – η υπογράμμιση δική μας).
[2] Eπ' αυτού συνηθίζω να παραπέμπω στη φράση-κλειδί από
τον Kούντερα, που, σημειωτέον, έχει γραφεί το 1993 (στο Προδομένες Διαθήκες): «Tο μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής
παραγωγής μυθιστορημάτων αποτελείται από μυθιστορήματα έξω από την ιστορία του
μυθιστορήματος: εξομολογήσεις εν είδει μυθιστορήματος, ρεπορτάζ εν είδει
μυθιστορήματος, διακανονισμοί λογαριασμών εν είδει μυθιστορήματος,
αυτοβιογραφίες εν είδει μυθιστορήματος, αδιακρισίες εν είδει μυθιστορήματος,
καταγγελίες εν είδει μυθιστορήματος, μαθήματα πολιτικής εν είδει
μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του συζύγου εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του
πατέρα εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό της μάνας εν είδει μυθιστορήματος,
διακορεύσεις εν είδει μυθιστορήματος, τοκετοί εν είδει μυθιστορήματος, μυθιστορήματα
ad infinitum έως της συντελείας του αιώνος, που δεν λένε τίποτα καινούριο, δεν
έχουν καμία αισθητική φιλοδοξία, δεν επιφέρουν καμία αλλαγή ούτε στόν τρόπο με
τον οποίο κατανοούμε τον άνθρωπο ούτε στη μορφή του μυθιστορήματος, μοιάζουν
όλα μεταξύ τους, τα καταναλώνεις θαυμάσια το πρωί και τα πετάς θαυμάσια τό
βράδυ.»
[3] Βλ. εκτενέστατα επί του θέματος στο
δοκίμιο του γράφοντος: Διαφθορείς,
Eραστές, Παραβάτες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2006.
[4] Εκείνες που ανέλυσε θαυμάσια ο Ντάνιελ
Μπελ στο βιβλίο του: Οι πολιτισμικές
αντιφάσεις του καπιταλισμού (Τhe
cultural contradictions of capitalism, 1978).
[5] Φρέντρικ Τζέιμσον, «Afterword» στη
σύμμεικτη έκδοση Aesthetics &
Politics, εκδ. Verso, 1980.