Το ζήτημα είναι να τον
αλλάξουμε. Τον κόσμο. Οι προηγούμενοι απλώς τον εξηγούσαν. Τι άλλαξε από τότε
που ο Μαρξ διατύπωσε την πασίγνωση θέση του κατά Φόιερμπαχ;
Απάντηση: ο κόσμος
φυσικά.
Ας επαναλάβω άλλη μια
φορά τις κοινότοπες διαπιστώσεις: Ι. Ποτέ πριν η καταστολή δεν είχε την
παγκοσμιοποιημένη μορφή που έχει σήμερα. Με την έννοια ότι ποτέ πριν η βία της
Εξουσίας δεν είχε την απροκάλυπτη, δίχως προσχήματα, σημερινή της μορφή. Ποτέ
πριν ο Φόβος για τον Άγνωστο Αντίπαλο[1]
δεν είχε τη λειτουργική / κοινωνική θέση που έχει σήμερα σε όλον, επαναλαμβάνω,
σε όλον τον κόσμο. ΙΙ.
Παράλληλα, ποτέ πριν ο πλανήτης, ως φυσικός οργανισμός, δεν παρουσίασε τόσα και
τέτοια συμπτώματα μιας ασθένειας με απρόβλεπτες συνέπειες για την επιβίωσή του
στο άμεσο μέλλον.
Ο κόσμος έχει αλλάξει
ριζικά μέσα στα τελευταία τριάντα σαράντα χρόνια. Σ’ αυτές τις δεκαετίες (λίγο
πριν και αρκετά μετά την ηλεκτρονική επανάσταση) η Θεωρία εξήγησε τον κόσμο
ξανά και ξανά και ξανά. Αλλά ο κόσμος του 21ου αιώνα προχωράει ακάθεκτος σε
ολοκληρωτικές μορφές μετασχηματισμού: μέσα από μια απροκάλυπτη βία παράλληλα με
μια απροκάλυπτη οικολογική καταστροφή. Και οι δύο αυτές επιθετικές μορφές
μετασχηματισμού της κοινωνικής ζωής εμφανίζονται σήμερα ως κυρίαρχο εργαλείο
καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατά τρόπο ώστε, στις τερατώδεις τους διαστάσεις, να
φαντάζουν σχεδόν απερίγραπτες
στο επίπεδο της γλώσσας ως αναπαράστασης του Πραγματικού.
Αλλά η Θεωρία έχει
επίσης ξεφύγει. Περίκλειστη στην πανεπιστημιακή ασυλία του ευρωπαϊκού ή του
αμερικανικού campus, «θεωρητικά» μόνον ταράζεται από την τρελή τροχιά του
πλανήτη προς τη βαρβαρότητα. Αδυνατεί να δοκιμάσει την αντοχή των όποιων θέσεών
της στη δεινή κανονικότητα της ζωής. Δουλεύει in vitro.
Πότε ήταν η
τελευταία φορά που η Θεωρία «κατέβηκε στο πεζοδρόμιο»; Πότε ήταν η τελευταία φορά που ενέπνευσε
ένα κίνημα; Πότε ήταν η
τελευταία φορά που έδωσε πνοή στην πολιτισμική αναπαράσταση του κόσμου είτε ως
Πραγματικού γίγνεσθαι είτε ως Οράματος;
Φέτος πάνε σαράντα
χρόνια ακριβώς από εκείνον τον γαλλικό Μάη, πολλά χρόνια από εκείνα που ο Σαρτρ
της Λιμπερασιόν, ο Τσε των πολλών Βιετνάμ (ή έστω ο Μαρκούζε) ενέπνεε τον
κόσμο. Αυτή μάλλον υπήρξε η τελευταία φορά που η Θεωρία κατάφερε να εμπνεύσει σε μαζική κλίμακα την επανανάγνωση
του κόσμου. Δεν είναι κακό να το παραδεχτούμε. Έχοντας βεβαίως επίγνωση ότι η
Θεωρία της εποχής δεν είχε ακόμα αντιληφθεί τη «μεταμοντέρνα συνθήκη» (ο Λιοτάρ
την ανιχνεύει για πρώτη φορά το 1979) εφόσον εκκρεμούσε, με τη μορφή του
ιστορικού κατεπείγοντος, η τοποθέτηση απέναντι στη (μετα)μαρξιστική συνθήκη των
εκατό λουλουδιών που (δυστυχώς) ουδέποτε κατάφεραν να ανθίσουν…
Και η Λογοτεχνία;
H θεμελιώδης ψευδαίσθηση ότι η τέχνη γενικά
και η λογοτεχνία ειδικότερα έχει κάποια «χρησιμότητα» για την ανάγνωση της ζωής
δεν ισχύει πλέον. Για την ακρίβεια δεν τρέφουμε καμμία αυταπάτη σήμερα: όλα
πουλιούνται και όλα αγοράζονται. Τα πάντα στρέφονται λιγότερο ή περισσότερο
συνειδητά προς την οικονομική συναλλαγή. Η κύρια αγωνία του σύγχρονου
συνειδητού καλλιτέχνη, του σύγχρονου συγγραφέα, είναι η αγωνία του Πολίτη που
επιμένει, στην εποχή της βίαιης εξαγοράς των συνειδήσεων, να διατηρήσει
θεμελιώδεις, για την ομαλή συνέχιση της ζωής,
ψευδαισθήσεις, εκείνες που η αχρημάτιστη τέχνη παρέχει ακόμα ως δώρο, χάρισμα.
Σ’ αυτή τη σκληρή συγκυρία με ποιον αλήθεια
τρόπο η τέχνη και η λογοτεχνία, ως πάγιες εμπροσθοφυλακές της Θεωρίας, είναι σε
θέση να αναπαραστήσουν τον κόσμο σήμερα; Φοβάμαι πως θα πρέπει να
ξαναδιαβάσουμε για τις παλιές (καλές) μάχες που δόθηκαν στον μεσοπόλεμο, στους
κόλπους της ευρωπαϊκής Αριστεράς[2],
με άξονα το δίλημμα «Μοντερνισμός ή Ρεαλισμός» (ή, όπως το τοποθετούσαν
αργότερα, στα ελληνικά ξερονήσια της εξορίας: «Τζέιμς Τζόις ή σοσιαλιστικός
ρεαλισμός»).
Αν ο ύστερος καπιταλισμός έχει αλλάξει ριζικά
τον κόσμο προς το χειρότερο, αν η πραγματικότητα της καταστολής, της εκμετάλλευσης
και του ερζάτζ είναι πιο άγρια από ποτέ (καταφέρνοντας συγχρόνως να
παρουσιάζεται πιο ήπια από ποτέ, μέσα από την παγκόσμια τηλεοπτική της εικόνα),
τότε το ζήτημα της αληθοφάνειας του έργου τέχνης, της σχέσης του με το
Πραγματικό, σήμερα επανέρχεται με την
ίδια κρισιμότητα που συζητιόταν παλιότερα.
Παρένθεση (χρήσιμη):
η σχέση της μυθοπλασίας με το Πραγματικό υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα μεγαλύτερα
ζητήματα της Τέχνης. Και, στο πείσμα όλων των κατά καιρούς συζητήσεων, τo
γεγονός παραμένει: η αυθεντική λογοτεχνία κάθε καιρού και κάθε τόπου γύρισε
εμφατικά την πλάτη στο ζήτημα της αληθοφάνειας. Το οποίο όμως δεν σημαίνει ότι αδιαφόρησε για το
Πραγματικό καθεαυτό. Aδιαφόρησε για τον τρόπο της αληθοφάνειας. Δείτε π.χ. τον Δάντη, τον Στερν, τον Θερβάντες,
τον Pαμπελέ, τον Γκόγκολ, τον Μπέιλι, τον Kάφκα, τον Τζόις, τον Mπέκετ, τον
Μπόρχες, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, για να αναφέρω πρόχειρα, στην τύχη, μερικά
πασίγνωστα παραδείγματα (αν)αληθοφανούς ρεαλισμού. Όλοι οι μεγάλοι κλασικοί
αγωνιούσαν για την απόδοση του Πραγματικού.
Eπομένως η σχέση της
λογοτεχνίας με το Πραγματικό δεν είναι μια σχέση μορφική με την πολύ στενή
έννοια, (δηλαδή μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης πιστότητας στην απόδοση
του Πραγματικού), είναι
πρωτίστως, μια σχέση μορφική με τη δημιουργική έννοια: σχέση βιωματική /
καλλιτεχνική /μετασχηματισμού των ρεάλια σε αναστοχαστική διασκέδαση και
κινητοποίηση της εμπειρικής ψυχής. Κλείνει η χρήσιμη παρένθεση.
Από εδώ ακριβώς πηγάζει η παρεμβατική
δυνατότητα της λογοτεχνίας να εμπνέει κάποιο Όραμα κοινωνικό ή πολιτισμικό. Ο
αβαθής όμως ψευδορεαλισμός της λογοτεχνίας των τελευταίων τριάντα τόσων ετών
στην ουσία αδιαφορεί για το Πραγματικό. Στην πράξη κάνει ένα αθλητικό ρεπορτάζ
του Πραγματικού, ίδιο με εκείνο που περιγράφει για το μυθιστόρημα της εποχής
του, ο Μίλαν Kούντερα στις Προδομένες Διαθήκες του
(το 1993).
Ο ρεαλισμός π.χ. των σημερινών μυθιστορημάτων
ευρείας κατανάλωσης είναι ένας διεφθαρμένος ρεαλισμός[3], που, όσο κι αν προσπαθεί να πείσει ότι στηρίζεται σε αυθεντικά
γεγονότα, στέκεται τραγικά επιπόλαια, περίπου ασυνείδητα, στον αφρό της ζωής. Δεν ταράζει τίποτε και κανέναν. Δεν ενοχλεί, δεν
προσβάλλει, δεν πληγώνει, δεν αρνείται, δεν κρίνει, δεν σκέφτεται, δεν
κινητοποιεί τις ψυχές. Αναπαράγει μηρυκαστικά τη ζωή σαν αυτή η ζωή να έχει πάψει
να είναι κοινωνική, σαν να μην αφορά τον αυτοκράτορα αναγνώστη, σαν να
πρόκειται για μικροσυμβάντα που αφορούν πάντα τους άλλους, αλλά ποτέ τον Άλλο.
Έχοντας πλέον αποσυνδεθεί από την όποια Θεωρία που εμπνέει το όποιο Όραμα, έχει
επιστρέψει εν πλήρη συγχύσει στη ρωπογραφία της ατομικής εμπειρίας ανάγοντάς
την, μέσα από στερεότυπες συνταγές (που ανανεώνονται κάθε τρία χρόνια), σε
παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του Πραγματικού.
Σήμερα, μετά και τη μεταμοντερνική εμπειρία
που γέμισε τα μουσεία με τόνους άχρηστων αντικειμένων και τις βιβλιοθήκες
τόνους λογοτεχνίας με ημερομηνία λήξης (που συμπίπτει με τον χρόνο ανάγνωσης του
κάθε βιβλίου), η Λογοτεχνία έρχεται αντιμέτωπη όχι τόσο με το Πραγματικό
καθεαυτό (και την όποια αναπαράστασή του) αλλά κυρίως με την εικονική,
αμερικανικής έμπνευσης, ισοπεδωτική αναπαραγωγή του, εκείνη που διανέμουν τα ΜΜΕ.
Σ' αυτό το πλαίσιο, η σχέση της σύγχρονης
Λογοτεχνίας με το Πραγματικό καθίσταται περισσότερο από ποτέ σχέση
συγκρουσιακή. Σε μια εποχή συγκαλυμμένων ολικών καταστροφών, εποχή όπου
κινδυνεύει ακόμα και η διαδικασία της ανάγνωσης ως παιδαγωγικής / παιδευτικής
διαδικασίας, η Λογοτεχνία οφείλει πρώτα απ' όλα να
πείσει, όχι απλά ότι αξίζουν οι δικές της ιστορίες, αλλά ότι αξίζει ακόμα να
περιγράφουμε ή να διαβάζουμε μύθους και ιστορίες,
όποιες κι αν ειναι αυτές. O ποιητής της λογοτεχνίας σήμερα, με αυτή την έννοια,
και μόνον με αυτήν, θα καταφέρει να παραμείνει αυτό που ήταν πάντα: ένας
αντιδραστικός προς το κυρίαρχο ρεύμα ή, αν προτιμάτε: ένας μοναχικός (;) επαναστάτης.
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, πολύ πριν την έκρηξη του
Μεταμοντέρνου, το 1977, διέκρινε προφητικά την ανάγκη για έναν νέο ρεαλισμό ο οποίος, αφενός θα υπερβαίνει τις διαπιστωμένες αντιφάσεις του
μοντερνισμού[4] και αφετέρου
θα αποκολλάται από τις γερασμένες συμβάσεις του παρεμβατικού ρεαλισμού. Ήδη από
τότε ο οξυδερκής μαρξιστής έβλεπε την πιθανή διαλεκτική σύνθεση των δύο
ρευμάτων στη σύγχρονη συγκυρία: σύνθεση ενός παρεμβατικού ρεαλισμού που
ανασυνθέτει, μέσα από το μεγάλο ταξικό μέτωπο εναντίον της παγκοσμιοποίησης,
την ενότητα του κατακερματισμένου κόσμου με έναν μοντερνισμό που ανανεώνει /
επαναστατικοποιεί δραστικά τις μορφές αναπαράστασης του Πραγματικού.[5]
Σήμερα, περισσότερο
από ποτέ, χρειαζόμαστε έναν «Ρεαλισμό μετά τον Ρεαλισμό» κατά το όραμα του
Τζέιμσον. Είναι ευτύχημα ότι η καλύτερη σήμερα ευρωπαϊκή λογοτεχνία, που δεν
είναι οπωσδήποτε αυτή των ευπώλητων, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Η
Λογοτεχνία δοκιμάζει τον βηματισμό της στη νέα συνθήκη του 21ου αιώνα.
Ωστόσο, η ανάγκη για
μια ριζοσπαστική Θεωρία της αναπαράστασης του Πραγματικού που θα εμπνέει σε μαζικό επίπεδο (και σε άμεση
σύγκρουση με την εικονική αναπαράσταση του κόσμου) μια νέα κοινωνική και
πολιτισμική Ουτοπία είναι ορατή. Στο βαθμό, εννοείται, που το ζήτημα για τον
κόσμο σαφώς παραμένει: να τον αλλάξουμε!
[1] Πρβλ. με το: Ο στόχος της επανάστασης
είναι η κατάλυση του Φόβου. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να τη φοβόμαστε ούτε
και να δίνουμε σ’ αυτόν τον Φόβο οντολογική υπόσταση (Αντόρνο, «Γράμματα στον Βάλτερ Μπένγιαμιν», Uber
Walter Benjamin, Frankfurt,
Suhrkamp Verlag 1970, Γράμμα με ημερομηνία: 18.03.1936).
[2] Aναφέρομαι στις γνωστές ιδεολογικές συγκρούσεις Έρνστ
Μπλοχ, Μπέρτολντ Μπρεχτ – Γκέοργκ Λούκατς με αφορμή τον γερμανικό εξπρεσιονισμό
κ.λπ.
[3] Βλ. εκτενέστατα επί του θέματος στο δοκίμιο
του γράφοντος: Διαφθορείς, Eραστές, Παραβάτες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2006.
[4] Εκείνες που ανέλυσε
θαυμάσια ο Ντάνιελ Μπελ στο βιβλίο του: Οι πολιτισμικές αντιφάσεις του
καπιταλισμού (Τhe cultural
contradictions of capitalism,
1978).