Thursday 24 October 2013

Πέντε τρόποι για να λέει κανείς την αλήθεια


Πέντε τρόποι για να λέει κανείς την αλήθεια[1]

I. Το κουράγιο να λες την αλήθεια.
Το να πεις ότι οι καλοί δεν νικήθηκαν επειδή ήταν καλοί
αλλά επειδή ήταν ανήμποροι, αυτό χρειάζεται κουράγιο.

Απλά πράγματα: άμα λες την αλήθεια διακινδυνεύεις πραγματικά ή φαντασιακά προνόμια. Ιδιαίτερα αν αντλείς το όποιο κύρος σου όχι από τη δουλειά σου αλλά από τη σχέση σου με την εξουσία. Την όποια εξουσία (διότι υπάρχουν πολλές).
Έπειτα, το να λες την αλήθεια απαιτεί σύγκρουση, διαμάχη, αγώνα αγάπης δύσκολο. Απαιτεί να έχεις άποψη που υπερασπίζεσαι με την ψυχή σου. Επειδή σε καίει αυτό που υπερασπίζεσαι, επειδή αυτό το κάψιμο, αυτή η φλόγα σε κρατάει ζωντανό, σε καθιστά κομμάτι της κοινωνίας σου. Και δεν νοιάζονται όλοι γι' αυτά που μπορεί να καίνε εσένα κι εμένα, σιγά μην καίγονται, σιγά μην καούν. Το γραφείο αυτού του ξέγνοιαστου διανοούμενου είναι η φυλακή του – που ανόητα τη φαντασιώνει ως απόρθητο οχυρό.
Να γιατί πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες, στις δύσκολες στιγμές που ο κόσμος απαιτεί να «τοποθετηθούν», αποφεύγουν τεχνηέντως την αλήθεια μιλώντας με ωραίες γενικότητες. Μια πολύ γνωστή γενικότητα: «Για όλα φταίει το Κακό που είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση, το Κακό είναι αναπόφευκτο». Μια άλλη γενικότητα: «Ο συγγραφέας, ο καλλιτέχνης, δεν χρειάζεται να τοποθετείται για οτιδήποτε, μιλάει το έργο του γι' αυτόν. Επομένως πρέπει να κλείνεται στη σιωπή του».
Και μια διαφορετικού τύπου γενικότητα: «Φταίει ο καπιταλισμός για την κατάσταση σήμερα. Μόνον αφού το λαϊκό κίνημα ανασυνταχθεί, μόνον αφού κάνει αυτό, αφού κάνει εκείνο, αφού κάνει το τρίτο, θα αλλάξει η κατάσταση». Όλες αυτές οι γενικότητες, δεξιάς ή αριστερής κοπής, ξεφουρνίζουν την κοινοτοπία τους στον βρεγμένο από τη μπόρα λέγοντάς του «Φταίει η βροχή, φίλε μου, για την κατάστασή σου…», αποφεύγοντας επιμελώς να του μιλήσουν για το τι να κάνει εδώ και τώρα ώστε να προφυλαχτεί από το «φυσικό φαινόμενο».
Όποιος διανοούμενος μιλά με παρόμοιου τύπου γενικότητες δεν έχει το κουράγιο να πει όλη την αλήθεια. Κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους άλλους. Αλλά να πούμε κι εμείς όλη την αλήθεια: όποιος διανοούμενος μιλά γενικά και αόριστα, εξ ορισμού, ως εκ της θέσεώς του, δεν έχει παρά μικρή επαφή με το συγκεκριμένο, μικρή επαφή με τις ανάγκες των πολλών, εφόσον έχει κλειδαμπαρωθεί στο κουτάκι που του έχει ασφαλίσει η όποια κοινωνική του θέση, η όποια σχέση του, πραγματική ή φαντασιακή (η περίπτωση των ψώνιων), με την εξουσία. Δεν είναι εδώ αυτός. Βρίσκεται έγκλειστος στον μικροσκοπικό, αποστειρωμένο του κόσμο.

ΙΙ. Η εξυπνάδα να ξεχωρίζεις την αλήθεια.

Αυτοί που μονάχα καταγράφουν μικρογεγονότα δεν είναι σε θέση
να κάνουν τούτο τον κόσμο κατανοητό στους άλλους.

Το παράδειγμα της βροχής, το παράδειγμα δηλ. του διανοούμενου που επιμένει πονηρούτσικα ότι «οι κακοί είναι κακοί επειδή είναι κακοί», μας φέρνει στην επόμενη δυσκολία: ζούμε μέσα στο διαρκές ψέμα. Βομβαρδιζόμαστε από το ψέμα της εξουσίας. Το οποίο ντύνεται συνέχεια με ρούχα αληθινά, πραγματικά, ώστε να γίνεται πιο πιστευτό. Εδώ χρειάζεται κάποια εξυπνάδα ώστε να μην παίζεις με τα όπλα του ψεύτη αντιπάλου, στο ναρκοθετημένο του γήπεδο. Να μην ασχολείσαι με τη συστηματική μικροπολιτική των ειδήσεων και των ανακοινώσεων. Να βάζεις σε ιεραρχία τα πράγματα. Να αναδεικνύεις το σπουδαίο. Να πετάς στην άκρη το τριτεύον. Να μην απαντάς στις γενικότητες με γενικότητες αλλά ούτε στις μικρότητες με μικρότητες.
Παράδειγμα: σε λίγες μέρες η 28η Οκτώβρη. Μίλα παντού (ναι, ξανά και ξανά) για την παρέλαση. Αυτό είναι κάτι ειδικό, δεν αποτελεί γενικότητα. Πριν λίγο καιρό ξεκίνησαν τα σχολεία. Μίλα για την προσευχή στα σχολεία. Αυτό είναι κάτι ειδικό επίσης. Και είναι πρώτης προτεραιότητας θέματα αυτά, καμιά φορά πιο σημαντικά από το να κάνεις τον οικονομολόγο (που δεν είσαι, γιατί οικονομολόγος σημαίνει απλά διαχειριστής του πλούτου της εξουσίας). Μίλα λοιπόν για τις Μπάρμπι των κοριτσιών. Αυτό είναι κάτι ειδικό. Μίλα για τις οροθετικές γυναίκες. Αυτό είναι επίσης ειδικό. Μίλα για την Αμυγδαλέζα. Για την καταστροφή στις Σκουριές. Για μια θέση στο Πανεπιστήμιο. Για την ΕΡΤ. Αλλά ανάδειξε κάθε φορά την ειδική αλήθεια που κρύβουν αυτά τα θέματα. Π.χ. στην ΕΡΤ, το ειδικό πρόβλημα που αποκαλύπτει την πλήρη αλήθεια δεν είναι ότι μένουν στον δρόμο (ακόμα) 3000 άνθρωποι. Το πραγματικό πρόβλημα (που αναδεικνύει και το πρόβλημα των ανέργων υπαλλήλων) είναι ότι φιμώνεται ο δημόσιος λόγος. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι αυτή η εξουσία τρέμει τον δημόσιο λόγο.
Ο διανοούμενος θα κάνει αυτά τα ειδικά, πρώτης προτεραιότητας θέματα. Επειδή είναι. Και πρέπει να ασκήσει κάθε πίεση και προς τα κόμματα της Αριστεράς να τα δούνε έτσι.
Αυτό σημαίνει εξυπνάδα να αναγνωρίζεις την αλήθεια, σήμερα. Αυτό σημαίνει διανοούμενος σήμερα. Αν αυτός δεν μιλήσει έτσι, γι' αυτά τα θέματα, τότε ποιος άλλος διάολος; Για όλα τα θέματα ο διανοούμενος αναζητά το ειδικό και το ανεβάζει σε πρώτη προτεραιότητα. Αυτή είναι η δουλειά του. Ακόμα και για την ανεργία υπάρχουν ειδικά θέματα: π.χ. ξέρω έναν φίλο που γράφει αυτή τη στιγμή μια ιστορία για έναν άνεργο που σκίζονται τα σωθικά του επειδή θα αποχωριστεί το αυτοκίνητό του…
Η αναγνώριση, τέλος, της αλήθειας απαιτεί και μέθοδο και έρευνα και γνώση. Αλλά αυτά τα εργαλεία τα διαθέτει κάθε διανοούμενος που σέβεται τον εαυτό του. Έτσι π.χ., όταν όλοι μιλάνε για τη θεωρία των δύο άκρων εσύ μπορείς να μιλήσεις για τον περίφημο «διμέτωπο αγώνα» του Γεωργίου Παπανδρέου στη δεκαετία του εξήντα. Αυτό το μικρό, ειδικό ιστορικό γεγονός, αποκαλύπτει περισσότερες αλήθειες απ' όλα τα θεωρητικά επιχειρήματα επί του θέματος.

ΙΙΙ. Η τέχνη να κάνεις την αλήθεια εύχρηστο όπλο.

Άμα θέλει κανείς να γράψει μια αποτελεσματική αλήθεια
για μια άσκημη πραγματικότητα, θα πρέπει να τη γράψει έτσι
που να μπορεί κανείς να διακρίνει τα αίτιά της και μάλιστα
να μην τα θεωρήσει αναπόφευκτα. Άμα φανεί καθαρά πως τα αίτια
 δεν είναι αναπόφευκτα τότε η άσκημη πραγματικότητα μπορεί να πολεμηθεί.

Δεν αρκεί να έχεις το κουράγιο να ομολογήσεις την αλήθεια. Δεν αρκεί να έχεις την εξυπνάδα να την ανακαλύπτεις, να την ξεσκεπάζεις από τον βόρβορο του ψέματος. Πρέπει να μπορείς να την κάνεις όπλο στα χέρια των ανθρώπων που απευθύνεσαι. Εδώ θέλει πολλή προσοχή. Θέλει κάποια μαεστρία να λες τα πράγματα έτσι ώστε να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή επίδραση στο μυαλό των δυνάμει συμμάχων σου. Μιλώντας, με αφορμή το Χαστουκόδεντρο, για την ιστορία του Αμπατιέλου, συνειδητοποίησα πόσο διαφορετικά εντυπωνόταν στο κόσμο η διάρκεια του εγκλεισμού του αν, αντί να πω «τον είχαν στη φυλακή 17 χρόνια», επέλεγα να πω: «τον είχαν στη φυλακή από τα 33 έως τα 50 του χρόνια».
Σήμερα πολύς κόσμος σχολιάζει τα γεγονότα σαν τηλεοπτική παπάρα. Δεν εννοώ μόνο με αφόρητα κλισέ. Το κυριότερο πρόβλημα σ' αυτόν τον λόγο είναι ότι χάνεται το νόημα, χάνεται η αλήθεια. Το πρόσεξα και στον τρόπο που γράφτηκαν διάφορα για τον Φύσσα. Επηρεασμένοι οι περισσότεροι από την τηλοψία γράφουν ξεχνώντας το ειδικό γεγονός της εν ψυχρώ εκτέλεσης ενός αντιφασίστα ακτιβιστή, ξεχνώντας την ουσία, μένοντας στη δημοσιογραφική του, επικαιρική, ρεπορταζιακή επιφάνεια.
Θα εξηγήσω τι θέλω να πω με ένα άλλο παράδειγμα. Συζητούσα κάποια στιγμή στην Ικαρία, πριν λίγο καιρό, με έναν γέροντα, παλιό αριστερό, για τις αυτοκτονίες. Του λέω, «είναι κοντά 3000 άνθρωποι που έφυγαν έτσι…» Κουνάει το κεφάλι του στενοχωρημένος και σχολιάζει: «Ολόκληρος στρατός, για σκέψου, 3000 άνθρωποι, να φύγουν έτσι άδικα τόσοι άνθρωποι δίχως να ρίξουν μια πιστολιά στους απέναντι…». Αυτό είναι η τέχνη να κάνεις την αλήθεια εύχρηστο όπλο. Τραβάς το γεγονός ως την ακραία του συνέπεια, ως τα λογικά του όρια, το στρέφεις προς τα εκεί που είναι ο στόχος, επιτρέπεις στον άλλο να συνειδητοποιήσει ότι οι 3000 απεγνωσμένοι υπήρξαν, όχι επειδή ήταν γενικώς «καλοί» αλλά επειδή δεν ήταν μαζί, επειδή ήταν απλώς ανήμποροι να είναι μαζί. Αν ψάξει ο καθένας στον χώρο του μπορεί να ανακαλύψει άπειρα ανάλογα παραδείγματα που, αν διατυπωθούν με κάποια τέχνη, επιτρέπουν στον άλλο να συνειδητοποιήσει ότι η όποια άσκημη, βάρβαρη πραγματικότητα που ζούμε και αναπόφευκτη δεν είναι και μπορεί να πολεμηθεί.

IV. Η δυσκολία να διαλέγεις σωστά εκείνους
που στα χέρια τους η αλήθεια θα φέρει αποτέλεσμα.

Η αλήθεια είναι μαχητική, πολεμάει όχι απλά και μόνο την ψευτιά
αλλά και ορισμένους ανθρώπους που τη διαδίδουν.

Οι αλήθειες δεν υπάρχουν απλώς για να τις γράφουμε (με όση τέχνη κι αν το κάνουμε αυτό). Οι αλήθειες που μας ενδιαφέρουν είναι οι αλήθειες που μπορούν να κάνουν κάτι στη ζωή μας αν γίνουν κατανοητές. Αλλά για ποιους γράφουμε, φτιάχνουμε έργα, για ποιους, σε ποιους μιλάμε; Είναι ωραίο να απλώνεις την αλήθεια σου στους φίλους, στους συντρόφους, στους γνωστούς σου. Μικρό όμως το νόημα. Κι από την άλλη: τι σόι αλήθεια διατυπώνεις αν δεν την αφουγκραστείς από εκείνους που έχουν ανάγκη περισσότερο απ' όλους την αλήθεια; Δεν ζεις στον Άγιο Παντελεήμονα, δεν ζεις στην Αμυγδαλέζα, δεν ζεις με τις οροθετικές γυναίκες, τίποτε από αυτά δεν είναι εύκολο. Κι ωστόσο να η απάντηση, η μόνη απάντηση στο πάγιο ερώτημα των καιρών που αναρωτιέται «γιατί δεν κινείται ο κόσμος πιο δυναμικά;» Γιατί η αλήθεια είναι μακριά ακόμα από τον κόσμο που πραγματικά την έχει ανάγκη. Γιατί η αλήθεια, αν δεν δρασκελίσει την, ελβετικής καθαρότητας, λεωφόρο των κοινωνικών δικτύων και δεν λερωθεί από την πραγματική λεωφόρο της Γ' Σεπτεμβρίου κλπ. κλπ. δεν θα φέρει κανένα αποτέλεσμα. Πώς θα μιλήσεις σ' εκείνους τους άμοιρους που εξαπατά η Χρυσή Αυγή; Πώς θα μιλήσεις σ' εκείνους τους νεόπτωχους που εξαπατά η τηλεόραση; Πώς θα μιλήσεις στον διπλανό σου; Ο Μπρεχτ έγραφε σχετικά: «Ακόμα κι οι δήμιοι μπορεί να ακούσουν την αλήθεια σου, όταν κοπούν οι πληρωμές για το κρέμασμα ή όταν μεγαλώσει πολύ ο κίνδυνος». Ο καθένας μπορεί ν' ακούσει την αλήθεια, αρκεί να είναι κοντά σου ώστε να την ακούσει.
Αλλά, βέβαια, εδώ γεννιέται άλλο θεματάκι: Πώς να σε ακούσουν άμα μιλάς με το «σεις και με το σας»; Άμα μιλάς πονεμένα, θλιμένα, συμπονετικά, σε "χαμηλούς τόνους"; Πώς να νιώσει ο άλλος που έχει ανάγκη την αλήθεια σου ότι μιλάς πραγματικά γι' αυτόν άμα ψιθυρίζεις; Χρόνια ακούω από τη συντηρητική κριτική τη στερεότυπη αντίρρησή τους όταν το πολιτικό είναι εμφανές σε κάποιο κείμενο. Σαν θλιβερές καλόγριες κάθε φορά υπενθυμίζουν ότι «δεν χρειάζεται να είναι εμφανές το πολιτικό άφησέ το να κρύβεται πίσω από τις γραμμές» κλπ. κλπ. ή ακόμα χειρότερα: «ωραίο αυτό το κείμενο αλλά να μην είχε ρε παιδί μου τόση έμφαση στο πολιτικό». Ε, όχι λοιπόν, η αλήθεια πρέπει να εκφράζεται με δυνατή, στεντόρεια φωνή για να μπορεί να ακουστεί. Ναι, η αλήθεια πρέπει να πολεμάει όχι μόνο την ψευτιά αλλά και όλους αυτούς που σήμερα τη διαδίδουν. Όποιος καταλαβαίνει κατάλαβε.

V. Η πονηριά να διαδίδεις την αλήθεια στους πολλούς.

Σ' όλες τις εποχές, όταν η αλήθεια καταπνιγόταν και αποκρυβόταν,
χρησιμοποιούσαν πονηριά για τη διάδοσή της.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε αυτή την πονηριά. Πρέπει να γίνουμε Λουκιανοί, Βολταίροι, Σουίφτ. Πρέπει να μιλήσουμε για την ανθρώπινη ματαιοδοξία με την πονηριά του Λουκιανού, για τη θρησκοληψία με την πονηριά του Βολταίρου (που περιέγραψε τα θαύματα που λογικά θα έπρεπε να έχει πραγματοποιήσει η Ζαν Ντ' Αρκ ώστε να παραμείνει παρθένα ανάμεσα σε ένα πλήθος στρατιωτών, αυλικών, καλόγερων)[2]. Πρέπει, όπως ο Σουίφτ, ν' αφήσουμε κατά μέρος τις οικονομικές επιστήμες και να γράψουμε τολμηρά για το πάστωμα των πολύχρωμων συμπατριωτών μας ώστε, κατά το ιρλανδικό παράδειγμα των βρεφών, να καταστούν (επιτέλους) και αυτοί ωφέλιμοι στην κοινωνία![3]
Γιατί πώς αλλιώς να μιλήσεις για τον εκφασισμό της ζωής σε ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν επειδή έχουν πάψει να σκέφτονται εδώ και πολλά χρόνια; Πώς να μιλήσεις σε ανθρώπους που είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν τον διπλανό τους αρκεί να βεβαιωθούν ότι είναι πιο αδύναμος από τους ίδιους; Πώς να μιλήσεις σε ανθρώπους που αρπάζονται από τις μικρούλικες εξουσίες τους σε γραφεία και υπηρεσίες, σε σχολεία και εφορίες, σε τράπεζες και αστυνομίες θεωρώντας ότι η ζωή τους εξαρτάται από τη λιλιπούτεια καρέκλα τους; Πώς να μιλήσεις όταν κρυπτοφασίστες διανοούμενοι του «δημοκρατικού τόξου» μιλούν προσβλητικά απέναντι στον πόνο, απέναντι στην ανέχεια, απέναντι στη δικαιολογημένη αγανάκτηση; Χρειάζεται κάποια πονηριά. Η Εξουσία καλύπτει την αλήθεια με στάχτη και λάσπη. Εσύ αποκαλύπτεις την αλήθεια με πονηριά. Το κυριότερο: αναζητάς τους χώρους εκείνους που δεν έχουν βρωμίσει ακόμα από τη στάχτη και τη λάσπη. Αναζητάς νέα πεδία μάχης. Τα ορίζεις εσύ, από την αρχή. Υπάρχουν ακόμα πεδία μάχης αφύλαχτα. Ο διανοούμενος που καίγεται για την αλήθεια θα τα βρει, θα τα δημιουργήσει. Από το τίποτε. Ακόμα και σ' ένα ποίημα που περιγράφει ένα τοπίο, λέει ο Μπρεχτ, μπορείς να μιλήσεις για την αλήθεια. Αρκεί, προσθέτει, στο φυσικό τοπίο να ενσωματώσεις αυτά που έχει κάνει ο άνθρωπος. Να ένας τρόπος να μιλήσεις πονηρά πονηρά για τις Σκουριές. Να ένας υπέροχος τρόπος να μιλήσεις για το δάσος όταν ο λύκος είναι εδώ. Ναι, υπάρχουν πεδία μάχης αφύλαχτα και είναι αυτή η μεγαλύτερη πρόκληση για τον διανοούμενο που σήμερα θέλει να αποκαλύπτει την αλήθεια.




[1] Το κείμενο αυτό αποτελεί σημερινή (κάπως βιαστική) καταγραφή της ομιλίας που δόθηκε χθες (14.10.13) από τον Α.Μ. στο Γκρι Καφέ, στην πλατεία Εξαρχείων, με θέμα τον δημόσιο λόγο των διανοουμένων – γι' αυτό και διατηρεί εμφανώς σημάδια της προφορικότητάς του. Εμπνέεται από βασικές σκέψεις του Μπέρτολντ Μπρεχτ όπως αυτές αναπτύσσονται σ' ένα πολύ γνωστό του πολιτικό κείμενο (εύκολα προσπελάσιμο στο Διαδίκτυο): Μπέρτολντ Μπρεχτ: Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια, 1935 [το πρωτότυπο στο Schriften 2 (Zur Literatur und Kunst, Politik und Gesellschaft, στον τόμο VIII, των «Gesammelte Werke», εκδ. Suhrkamp, Φρανκφούρτη, 1960], ελλ. μτφρ.: Βασίλης Βεργωτής, εκδ. Στοχαστής, 1η έκδοση 1971, μεταγενέστερη 2005.
[2] 1762, La Pucelle d'Orléans.
[3] 1729, A Modest Proposal for Preventing the Children of Poor People From Being a Burthen to Their Parents or Country and for Making Them Beneficial to the Publick, που συνήθως αναφέρεται ως A Modest Proposal. Ελλ. μετάφραση: Σεμνή πρόταση ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών ν' αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία, μτφρ.: Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, εκδ. Άγρα, σειρά Άτακτος Λαγός, 1998.