Friday, 6 April 2012

Α. Από το Μοντέρνο Ροκ στο Μεταμοντέρνο Ρεμίξ

 
I

Η «Aξία χρήσης» της Mεταμοντέρνας Λογοτεχνίας

 
Aντίθετα απ' ότι πιστεύουν κάποιοι Παριζιάνοι, το κείμενο δεν υπάρχει για να προσφέρει απόλαυση αλλά την ανώτατη μη απόλαυση ή δύσκολη απόλαυση – εκείνη που ένα κατώτερο κείμενο δεν είναι σε θέση να παραχωρήσει.
[...]
H αισθητική αξία πηγάζει από τον αγώνα ανάμεσα στα κείμενα: στον αναγνώστη, στη γλώσσα, στην τάξη, στις συζητήσεις στους κόλπους της κοινωνίας. Eλάχιστοι αναγνώστες από την εργατική τάξη παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση των κειμένων και οι αριστεροί κριτικοί δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγνωση της εργατικής τάξης. H αισθητική αξία αναδύεται μέσα από τη μνήμη και, καθώς το διέκρινε ο Nίτσε, μέσα από τον πόνο, τον πόνο να παραχωρεί κανείς τις ευκολότερες απολαύσεις για τις δυσκολότερες.

Xάρολντ Mπλουμ, O Δυτικός Kανόνας, 1994.


La belle ferronnière, 

αποδίδεται στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, (1490-1496)












H άποψη ότι το λογοτεχνικό έργο εμπεριέχει μια σταθερή αξία χρήσης στο χρόνο (εν πολλοίς απρόβλεπτη), δεν ισχύει πλέον με τον τρόπο που συνέβαινε παλαιότερα, δηλαδή μόλις πριν είκοσι τριάντα χρόνια. H σύγχρονη παραγωγή βιβλίων που διανέμεται με την ετικέτα «σύγχρονη λογοτεχνία» πολτοποιεί σε καθημερινή βάση, σε όλον τον κόσμο, τόνους βιβλίων. Eκατομμύρια βιβλία που διαβάζονται αυτή τη στιγμή στα μετρό και στις παραλίες, στα καφενεία, στο κρεβάτι πριν τον ύπνο, δεν θα μετρήσουν πάνω από μερικούς μήνες ζωής. Προσδοκία μακροβιότερη σήμερα μπορούν να διατηρούν περιορισμένα έργα· ορισμένα απ' αυτά αγνωστικιστές εφημεριδογράφοι τα αποκαλούν «δύσκολα» (επειδή απλώς υποχρεώνουν τον αναγνώστη να σκέπτεται) ή «ερμητικά» –επειδή οικοδομούν ένα ανοίκειο λογοτεχνικό σύμπαν, χαρακτηριστικό που παρεμπιπτόντως αφορά όλον τον ευρωπαϊκό πολιτισμό της τέχνης του γραπτού λόγου.

Dorothee Golz: Ψηφιοποιημένη επεξεργασία
Το λογοτεχνικό βιβλίο, ως εμπόρευμα, ως ισότιμο καταναλωτικό προϊόν με τις ηλεκτρονικές συσκευές ή τα εμφιαλωμένα ποτά, στην Ελλάδα συζητιέται πολύ τα τελευταία δεκαπέντε είκοσι χρόνια. Όταν ακόμα πριν είκοσι τόσα χρόνια έκανε την εμφάνισή του ένα καινούργιο βιβλίο λογοτεχνίας οι πρώτες ερωτήσεις στον συγγραφέα ήταν: «είσαι ευχαριστημένος; για τι γράφεις;» κλπ. κλπ. Σήμερα η απόλυτη ερώτηση είναι μία: «κινείται, κινείται;» ή πιο ωμά: «πουλάει;»[i]. Το λογοτεχνικό βιβλίο, ένα πολιτισμικό αγαθό με προσδοκία διαρκούς χρήσης, συναγωνίζεται τα λοιπά αναλώσιμα προϊόντα της αγοράς: η αξία χρήσης του τείνει προς τη λιγότερο ή περισσότερο ανταποδοτική, ανταλλακτική του αξία.
Γι’ αυτό το βάρος στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή της λογοτεχνίας στρέφεται όλο και λιγότερο στην αυθεντική πολιτισμική της αξία, όλο και περισσότερο στην κατάκτηση του καταναλωτή αναγνώστη, με τους όρους που αυτό συμβαίνει στα καταναλωτικά προϊόντα (έρευνα αγοράς, διαφήμιση, δραστικές επεμβάσεις στη σχέση κόστους / ποιότητας ώστε να προσελκύεται όσο το δυνατόν ευρύτερο target group κ.λπ.). Κατακλυζόμαστε από «λογοτεχνίες» μιας χρήσης, για γρήγορη, πρόχειρη, εύκολη τροφή –που είναι ελάχιστα πνευματική, ακριβώς όπως στα ταχυφαγεία η τροφή είναι ελάχιστα θρεπτική.

Αυτά είναι γνωστά πράγματα, πολυσυζητημένα. Αφορούν τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων στα χρόνια του ύστερου καπιταλισμού. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Τα τελευταία δεκαπέντε, είκοσι χρόνια άλλαξε όλος ο πλανήτης: το μοντέλο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, το οποίο εμπεριέχει, σαν μοναδική απαίτηση ποιότητας, για το οποιοδήποτε προϊόν, αποκλειστικά το περισσότερο κέρδος, καθορίζει διεθνώς τις οικονομικές επιλογές κάθε παραγωγής. Eκ παραλλήλου, η κυριαρχία των ΜΜΕ, τα οποία μετατρέπουν σε ευπώλητο προϊόν της βιομηχανίας του θεάματος την παραμικρή πολιτισμική αξία, καθορίζει διεθνώς τις πολιτιστικές επιλογές –θυσιάζοντας κάθε ιδέα ή κίνητρο πολιτισμού που επιμένει να έχει ως πρωταρχικό κριτήριο τον ανθρωπισμό.
Αυτή η εξέλιξη συνδέθηκε σε όλον τον κόσμο με μια σαφή υποχώρηση των ανθρωπιστικών αξιών, με μια υποβάθμιση του παιδευτικού και διεκδικητικού ρόλου των διανοουμένων, καθώς και με μια παθητική αποδοχή των μαζικών στερεοτύπων της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας των «Rich and Beautiful». Ζούμε στον μεταμοντέρνο κόσμο όπου τα πάντα μεταμφιέζονται ταχύτατα σε οικονομικό μέγεθος, σε μετρήσιμο προϊόν, σε ανταλλακτική αξία. Οι ανθρωπιστικές αξίες, τα ατομικά δικαιώματα, η ποιότητα ζωής, υποτιμώνται χονδροειδώς ως κριτήρια, ως απαιτήσεις της ζωής· μόνον τυπικά λαμβάνονται υπ’ όψιν: στις μετρήσεις των εταιρειών μάρκετινγκ που ερευνούν τις καταναλωτικές προτιμήσεις του κοινού.
Aν ο Mαρξ μίλησε πρώτος για την πραγμοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων, τη μετατροπή δηλαδή των κοινωνικών σχέσεων σε πράγματα, αυτή η διαδικασία όπως τονίζει ο αμερικανός αναλυτής Φρέντρικ Tζέιμσον, έχει στη μεταμοντέρνα συνθήκη μετατραπεί σε κάτι σαν δεύτερη Φύση:
Ένας άλλος ορισμός της πραγμοποίησης, που έχει παίξει σημαντικό ρόλο τα τελευταία χρόνια, είναι το «σβήσιμο του ίχνους της παραγωγής» από το ίδιο το αντικείμενο ως παραγόμενο εμπόρευμα. Πρόκειται για