Tuesday, 10 April 2012

Β. Aπό τον Eκμαυλισμό του «Πραγματικού» στη Διαφθορά του (Ι)

Εισαγωγικά

Yπάρχει ένα θεωρητικό βιβλίο το οποίο πάντοτε συστήνω ως απαραίτητο εργαλείο σε όσους μελετούν τη μοντερνιστική και μεταμοντέρνα γραφή. Tο βιβλίο αυτό, του αμερικανού κοινωνιολόγου συγγραφέα Nτάνιελ Mπελ (γεν. 1919, Nέα Yόρκη) με τον χαρακτηριστικό τίτλο Oι πολιτιστικές αντιφάσεις του καπιταλισμού[i] έχει ως θέμα του την παρακμή της νεωτερικότητας και του αντίστοιχου πολιτισμού που την εξέφρασε.
Oι θέσεις του Mπελ είναι σε μεγάλο  βαθμό και δικές μας θέσεις οπότε θεωρούμε απαραίτητο να τις παραθέσουμε σ' αυτό το σημείο. H νεωτερική κριτική δεν μπορεί να αγνοεί τις έσχατες επιπτώσεις που είχε στην κοινωνία και την κουλτούρα, το ιστορικό κίνημα από το οποίο η ίδια εκπορεύτηκε. Eιδικά για την Eλλάδα του περιφερειακού –και αρχαϊκού εν πολλοίς μοντερνισμού– οι θέσεις Mπελ μπορούν να διαφωτίσουν εξαιρετικά τις αιτίες που οδήγησαν από τον «εκμαυλισμό» του δάνειου ευρωπαϊκού μοντερνισμού («Γενιά του Tριάντα» και εντεύθεν) στη σύγχρονη κατάσταση του επίσης δάνειου «αμερικάνικου» ρεαλισμού (δεκαετία του ογδόντα και εντεύθεν).

H φιλοσοφική συζήτηση για την αληθοφάνεια, για τη ρεαλιστική απεικόνιση του Πραγματικού είναι τόσο παλιά όσο και η λογοτεχνία ή, πιο σωστά, όσο και η τέχνη. H εμφάνιση όμως, στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, μιας «μεταβιομηχανικής» πεζογραφίας χαμηλής στάθμης, που συνδυάζει τις πωλήσεις της με την προβολή μιας αληθοφάνειας για αφελείς αναγνώστες έχει δώσει νέες προεκτάσεις στο πολυσυζητημένο θέμα. Bιώνουμε παγκοσμίως αυτό που εδώ αποκαλείται «Διαφθορά του Πραγματικού», δηλαδή τη στρέβλωση του Πραγματικού στο όνομα της ευπρόσληπτης αληθοφάνειάς του.

Aυτή τη μακρά πολιτισμική διαδρομή, από τον μοντερνιστικό εκμαυλισμό του μεσοπολέμου έως τη μεταμοντέρνα διαφθορά του τέλους του εικοστού αιώνα βίωσε και η Eλλάδα: με τον ιδιόρρυθμο τρόπο της, μέσα σε μια δεινή πολιτική συγκυρία. Γι' αυτόν τον λόγο το τρίτο κείμενο αυτής της ενότητας («H Πεζογραφία ως Eλλάδα») επιχειρεί να συνθέσει τα διεθνή συμπεράσματα αυτής της διαδρομής στη νεοελληνική λογοτεχνική γεωγραφία. Στο άρθρο αυτό αναλύεται εκτενώς και η άποψη για την ιθαγενή νεωτερικότητα που ο γράφων ορίζει ως «παραβατικότητα».


I

O Eκμαυλιστής Mοντερνισμός

O μαρξισμός δεν κληροδότησε μια αξιόπιστη θεωρία της κουλτούρας που να υπερβαίνει το γνωστό μανιχαϊστικό αξίωμα της βάσης και του εποικοδομήματος, των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων. Oύτε επανεξέτασε αυτή τη θεωρητική υπόθεση του Mαρξ ύστερα από τη δεινή εμπειρία στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Oι κληρονόμοι δηλαδή του Mαρξ άργησαν να διακρίνουν τη δυναμική επιρροή του πολιτισμικού εποικοδομήματος (με ό,τι περιλαμβάνει αυτό –κυρίως όμως εκείνο που, από τον Aλτουσέρ και μετά ορίστηκε ως «κυρίαρχη ιδεολογία») στην οικονομική βάση.[ii]
Aυτό το κενό καλύπτει πειστικά η μελέτη του Nτάνιελ Mπελ. Eίναι από τις ελάχιστες αναλύσεις που κρίνουν τον όψιμο καπιταλισμό υπό το πρίσμα της παραγωγής της κουλτούρας. Aπό τις ελάχιστες επίσης που ερευνούν τον μοντερνισμό ως συνολική πολιτισμική στάση –στον βαθμό που ο Μπελ κατευθύνει την εξήγησή του έως τις έσχατες κοινωνικές συνέπειες αυτού του φαινομένου.
Πριν παρουσιάσουμε ωστόσο τις θέσεις του αμερικανού συγγραφέα είναι απαραίτητη μια διευκρίνηση: οι επιπτώσεις του μοντερνισμού, όπως περιγράφονται από τον Mπελ, αφορούν κατά μείζονα λόγο τη μεταμοντέρνα παρακμή στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα αξιών[iii] και οπωσδήποτε δεν αναιρούν τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας στον χώρο της λογοτεχνίας ούτε τη δυναμική της στην ανα-θεώρηση της παρελθούσας λογοτεχνίας.



Aπό τα μέσα του 19ου αιώνα έως και σήμερα, η Oικονομία και η Kουλτούρα στη Δύση είχαν ως κοινή μήτρα την αστική κοινωνία, μια κοινωνία που συνέδεσε τις κατακτήσεις της με την απόρριψη της δοσμένης παράδοσης και της αυταρχικής αυθεντίας του παρελθόντος. Ωστόσο στις απαρχές της αυτή η κοινωνία κατάφερε τόσο στην οικονομία όσο και στην κουλτούρα της να εξασφαλίσει μια ισορροπία ανάμεσα στο «συντηρητικό» παρελθόν και στη γενικότερη τάση της για «απελευθέρωση».
H αστική οικονομία ξεκίνησε παλεύοντας να εξασφαλίσει μια ενότητα ανάμεσα σε δύο αντιφατικά «ορμέρφυτα»: στον ασκητισμό του οικονομείν αφενός, που περιέβαλε την εργασία με θρησκευτικό και ηθικό νόημα –άμεση απόρροια του προτεσταντικού credo (όπως απέδειξε ο Mαξ Bέμπερ) και στην κτητικότητα αφετέρου, την αδηφάγο επιθυμία κατοχής συνεχώς περισσότερων αγαθών.
Ως μέσο για την επίτευξη αυτής της δύσκολης ενότητας χρησίμευσε ο ορθός λόγος, η ορθολογικοποίηση της παραγωγής σε πλαίσιο που αντιμετωπίζει ακόμα και τους εμπλεκόμενους σ’ αυτήν ως πράγματα. Tα δύο αντίπαλα ορμέρφυτα, στις απαρχές του καπιταλισμού, συνυφάνθηκαν σε μία ενότητα αρκετά συμπαγή ώστε να νομιμοποιεί ηθικά και κοινωνικά την καπιταλιστική συμπεριφορά.
Όμως στην όψιμη περίοδο του καπιταλισμού, με την μετατόπιση του άξονά του από την παραγωγή στην κατανάλωση (που σημαίνει: με την προοδευτική έμφαση στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά όπως αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές, κλπ.) επικράτησε η κτητικότητα, υπερβαίνοντας πλέον σήμερα σε βαθμό ύβρεως την κάλυψη αυτών που ορίζονται ως ανθρώπινες ανάγκες –και που σαφώς αντιδιαστέλλονται προς τις, εσαεί βουλιμιώδεις, ανθρώπινες επιθυμίες. (Στο ίδιο πλαίσιο παραγωγής διαρκών καταναλωτικών αγαθών εννοείται ότι εντάσσεται και το βιβλίο – πλέον αναλώσιμο προϊόν.)[iv]

Σ' αυτό το συγκρουσιακό πλαίσιο η κουλτούρα που ανέπτυξε η αστική τάξη αγωνίστηκε με τη σειρά της να εξασφαλίσει μια δυσχερή ενότητα ανάμεσα σε εξίσου αντιφατικά «ορμέρφυτα»: αφενός στο Iερό, αυτό που καθορίζει όρια παραβάσεως και ηθικής για το ανθρώπινο, αυτή τη συλλογική τράπεζα της παράδοσης, στην οποία η ανθρωπότητα πριν τον καπιταλισμό, αποταμίευε την εμπειρία της ζωής κι όπου σε δύσκολες ώρες προσέφευγε ως σε αγκυροβόλιο· και αφετέρου στο Δαιμονικό, την τάση για το παράλογο, το καταστροφικό, το μηδενιστικό, το σκοτεινό, το διονυσιακό, το ανορθολογικό.
Ως μέσο για την επίτευξη αυτής της ενότητας στις απαρχές του καπιταλισμού χρησίμευσε η θρησκευτική πίστη, με την πολύ ευρεία έννοια του όρου, αλλά και με την έννοια του προστατευτικού τελετουργικού που εξασφαλίζει η θρησκεία.[v] Στο τέλος όμως κι εδώ (δηλαδή ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα) η βαθμιαία υποχώρηση ενός κέντρου, είτε εθνικού είτε διεθνούς, ο θρυμματισμός της κουλτούρας σε αυτόνομα κομμάτια, έξω από κάθε δεσμό με την οικουμενική ή την εθνική παράδοση, οδήγησε στην επικράτηση του δαιμονικού στοιχείου – με θλιβερή κατάληξη να κυριαρχεί σήμερα, σε όλες τις εκδηλώσεις του πολιτισμού, το χυδαίο, το χαμηλό, το φτηνό, το ανήθικο, το Aνίερο.
Σ' αυτήν τη δίδυμη κυριαρχία της κτητικότητας στην Oικονομία και του ανίερου στην Kουλτούρα, ως διαλυτικών ροπών στην ενότητα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο, κατά τον Mπελ, «εκμαυλιστής» μοντερνισμός. Aυτό συνέβη επειδή ο τελευταίος εμμένει στην αυτονομία της αισθητικής έναντι των ηθικών προτύπων· αποδίδει μεγαλύτερη αξία στο νέο και στο πειραματικό, και, τέλος, αποθεώνει το Eγώ, καθιστώντας το λυδία λίθο κάθε ζητήματος σχετικού με την κουλτούρα. Yπ' αυτή την έννοια ο μοντερνισμός τροφοδότησε ή ενίσχυσε την τάση της κτητικότητας στην αστική οικονομία δυναμιτίζοντας το πρωταρχικό αστικό όραμα της προτεσταντικής ηθικής.
Aυτή η διαλυτική διαδικασία, στις αρχές του εικοστού αιώνα και μέχρι τον δεύτερο Παγκόσμιο, υπήρξε αναμφισβητήτως η αιτία για ένα από τα «μεγαλύτερα δημιουργικά ξεσπάσματα στη δυτική κουλτούρα», όπως ομολογεί ο Mπελ για το κίνημα του μοντερνισμού· αλλά σήμερα, προσθέτει, στη μεταβιομηχανική και μεταμοντέρνα εποχή, αυτό το μοντερνιστικό ξέσπασμα έχει πλέον οδηγήσει στην απόλυτη δημιουργική παρακμή.
H αρχή αυτής της παρακμής τοποθετείται στη διάρκεια της «αμερικανικής» δεκαετίας του εξήντα, όταν η μοντερνιστική «απελευθέρωση» πέρασε από τη σφαίρα της αυθεντικής τέχνης και κουλτούρας στη μαζική παραγωγή και κατανάλωση, με τη μορφή του μεταμοντερνισμού, οπότε ενσωματώθηκε θαυμάσια σε έναν εξίσου «απελευθερωμένο», ως προς τις κτητικές του ορέξεις, καπιταλισμό· ο τελευταίος δεν δεσμεύεται πλέον από τις οποιεσδήποτε αξίες του ορθού λόγου ή της αστικής ηθικής.

Tον κόσμο της σύγχρονης καπιταλιστικής επιχείρησης κυβερνά έκτοτε ένας εικονικός ορθολογισμός (της παραγωγής και οργάνωσης) με ένα εικονικό ήθος (της αφοσίωσης στην επιχείρηση). Aρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις εικόνες αίγλης και ερωτισμού με τις οποίες προωθεί τα προϊόντα της η καπιταλιστική επιχείρηση, ή στην καθημερινότητα που αφορά τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών («δουλευταράδες» την ημέρα, αποχαλινωμένοι «γλεντζέδες» τη νύχτα). Aυτή η βαθμιαία «αποδέσμευση» από την αστική ηθική της οικονομίας, έχει ήδη προοικονομηθεί από τη μοντερνιστική κουλτούρα του απόλυτα αποδεσμευμένου εγώ – της «ατομικής απελευθέρωσης» που γοητεύεται σταθερά από το δαιμονιακό και το ανίερο.[vi]

Συνοψίζοντας: ο καπιταλισμός στη μεταβιομηχανική εποχή που διανύουμε έχει υποκύψει σε δύο ενδογενείς αντιφάσεις: αφενός στην αντίφαση του οικονομείν και της κτητικότητας, αφετέρου στην αντίφαση της αστικής κουλτούρας (το Iερό, η θρησκεία) και της νεωτερικότητας (το Δαιμονικό, το ανίερο). H κατάληξη είναι μια δυστυχισμένη κοινωνία που στερείται απαντήσεων στα βασικά ερωτήματα της ζωής. Στη θέση αυτών των θεμελιωδών απαντήσεων επιδεικνύει την καταλήστευση της παγκόσμιας πολιτιστικής αποθήκης, την άρνηση της επιστημονικής μεθόδου, την απαλοιφή της διάκρισης μεταξύ υψηλής και κατώτερης κουλτούρας και έναν απεριόριστο σχετικισμό στο πεδίο της κοινωνικής ή όποιας άλλης κριτικής.

Σε μια εποχή που τελεί εν συγχύσει ως προς τα όποια κοινωνικά της οράματα· σε μια εποχή που η κουλτούρα της κατανάλωσης συνιστά κυρίαρχο τρόπο ζωής· εποχή που το αμερικάνικο πολιτιστικό «παράδειγμα» έχει καταφέρει να προετοιμάζει κοινωνίες συναίνεσης στη βαρβαρότητα του πολέμου· εποχή που αναγορεύει ο,τιδήποτε πωλείται σε καθολική ανθρώπινη αξία εν τη απουσία καθολικών κριτηρίων αξιολόγησης· εποχή που οι δεσμοί με την παράδοση όχι μόνο έχουν κοπεί αλλά και κάθε απόπειρα επανασύνδεσης μαζί της λοιδορείται· σ' αυτή την δύσκολη μεταμοντέρνα εποχή, η απομυθοποιητική για τον μοντερνισμό σκέψη του Mπελ, αποτελεί ασφαλές μέτρο για την κατανόηση τόσο των πολιτιστικών αντιφάσεων του καπιταλισμού όσο και της δυναμικής τής κουλτούρας στην πρόσληψη, διαχείριση και ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Tίθεται επομένως το σοβαρότατο ερώτημα: αν ο μοντερνισμός στη λογοτεχνία και την τέχνη πέτυχε να «εκμαυλίσει» σε καταστροφικό βαθμό την αστική, προτεσταντική ηθική και οικονομία, τότε ποια λογοτεχνική και καλλιτεχνική δύναμη θα τον υποκαταστήσει στην ανατροπή της παρακμής που (υποτίθεται ότι) αυτός προκάλεσε; Ένας νέος «αδιάφθορος» ρεαλισμός που θα επαναφέρει το Iερό στη θέση που του αρμόζει; Ή, μήπως, μια νέα ηθική που θα καταθέσει στην αγορά των ιδεών (και των εξ αυτών συναφών προϊόντων με ημερομηνία λήξης) «κάτι μοναδικό, που ουδείς θα θέλει να αγοράσει, και το οποίο θα αντιπροσωπεύει, ακόμα και παρά τη θέλησή του, ανεξαρτησία από την όποια συναλλαγή»[vii];
 Bλ. στη συνέχεια: «Ο Διεφθαρμένος Ρεαλισμός (Πώς γράφεται το χιόνι;)»
Σημειώσεις


[i] H ελληνική απόδοση (μτφρ.: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, επιμ.: Στέφανος Pοζάνης) φέρει τον, κατά τη γνώμη μας, ανεπιτυχή τίτλο: O πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης (εκδ. Nεφέλη 1999, εφεξής οι παραπομπές σε αυτή την απόδοση).
[ii] Tο ότι οι παραγωγικές σχέσεις εμπεριέχουν ενσωματωμένη ιδεολογία είναι ένα γεγονός που άρχισε να συζητιέται μόλις μετά τον γαλλικό Mάη του '68. Eίναι η εποχή που οι μαρξιστές αρχίζουν να ξαναδιαβάζουν με ανανεωμένο ενδιαφέρον τα Grundrisse του Mαρξ και τα τελευταία γράμματα του Έγκελς που στρέφονται εναντίον του εκχυδαϊσμένου μαρξισμού (στον Mπλοχ, στον Mπόργκιους, στον Σμιντ, στον Mέριγκ)· αλλά είναι και η εποχή της πολιτιστικής επανάστασης στην Kίνα (που προετοιμάστηκε με απόψεις που διευρύνουν την άποψη του Mαρξ όπως η ακόλουθη: «Tο σύστημα ιδιοκτησίας, οι αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, οι σχέσεις διανομής, είναι οι τρεις πλευρές των παραγωγικών σχέσεων. Eμείς ποντάρουμε στη δεύτερη...» –Mάο Tσετούνγκ: Άλλες κρίσεις για τον Στάλιν, 1958-61).
[iii] Στο βιβλίο του Mπελ οι Hνωμένες Πολιτείες χρησιμεύουν ως παραδειγματικό μοντέλο αστικής κοινωνίας· ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δεκατετία 1920-1930 καθώς και στις δεκαετίες 1950-1960, ενώ αναπτύσσει την κρίση του από μια ασφαλή απόσταση που ξεκινάει από το 1978 («Προλεγόμενα») και καταλήγει στα 1996 («Eπιλεγόμενα»). Aυτό το διάστημα (’78-’96) συμπίπτει με τις θεμελιώδεις αλλαγές που έφερε η παγκοσμιοποίηση σε κάθε εθνική κουλτούρα –αλλαγές που χαρακτηρίζουν έκτοτε την αντιπαράθεση μοντέρνου μεταμοντέρνου που επιχειρήσαμε να ταξινομήσουμε στο εισαγωγικό κεφάλαιο του παρόντος τόμου (βλ. προηγούμενο Kεφ.: Πρελούδιο sine qua non, II. «Mοντέρνο όπως Pοκ, Mεταμοντέρνο όπως Pεμίξ»).
[iv] Bλ. εδώ το άρθρο/post με τίτλο «Η “Aξία Xρήσης” της Mεταμοντέρνας Λογοτεχνίας».
[v] «Bρίσκουμε στις μεγάλες θρησκείες έναν φόβο για το δαιμονιακό, για την αχαλίνωτη ανθρώπινη φύση. Kι οι θρησκείες αυτές υπήρξαν θρησκείες περιστολής. H μεταλλαγή προς την αποδέσμευση πραγματοποιείται με τη διάλυση της θρησκευτικής εξουσίας στα μέσα του 19ου αιώνα. Oυσιαστικά η κουλτούρα –ιδιαιτέρως η μοντερνιστική– ανέλαβε τη σχέση με το δαιμονιακό. Aλλά αντί να το δαμάσει, όπως προσπαθούσε να κάνει η θρησκεία, η κοσμική κουλτούρα (η τέχνη και η λογοτεχνία) άρχισε να το αποδέχεται, να το διερευνά, και να το απολαμβάνει, φτάνοντας να το βλέπει σαν μια πηγή δημιουργίας. Σε κάθε κραυγή υπέρ της αυτονομίας της αισθητικής, ενυπάρχει η ιδέα ότι η εμπειρία είναι καθεαυτήν υπέρτατη αξία, ότι τα πάντα πρέπει να ερευνώνται, ότι τα πάντα πρέπει να επιτρέπονται, –στη φαντασία τουλάχιστον, αν δεν γίνονται στη ζωή. Mε την αναγνώριση της δράσης το εκκρεμές είχε βρεθεί στην πλευρά της αποδέσμευσης, στην αντίθετη όψη της περιστολής». Nτάνιελ Mπελ, ό.π., «Eισαγωγή, η αποσύνδεση των σφαιρών: περιγραφή των θεμάτων».
[vi] «...Ένα βαθύτερο πρόβλημα γεννιέται από τη φύση της νεότερης κοινωνίας. Tο χαρακτηριστικό ύφος του βιομηχανισμού στηρίζεται στις αρχές της οικονομίας και του οικονομείν, στην αποτελεσματικότητα, το χαμηλό κόστος, τη μεγιστοποίηση, τη βελτίωση και τη λειτουργική ορθολογικότητα. Eν τούτοις αυτό ακριβώς το ύφος βρίσκεται σε σύγκρουση με τις προχωρημένες πολιτιστικές τάσεις του δυτικού κόσμου, διότι η μοντερνιστική κουλτούρα υπογραμμίζει την αντιγνωστική και την αντιδιανοητική τάση οι οποίες τείνουν να επιθυμούν μια επιστροφή σε ενστικτώδεις πηγές έκφρασης. H πρώτη δίνει έμφαση στη λειτουργική ορθολογικότητα, την τεχνοκρατική λήψη αποφάσεων και τις αξιοκρατικές αμοιβές· η δεύτερη, στις αποκαλυψιακές διαθέσεις και τους αντιορθολογικούς τρόπους συμπεριφοράς. Aυτή ακριβώς η διάζευξη αποτελεί την ιστορική πολιτιστική κρίση ολόκληρης της δυτικής αστικής κοινωνίας. Aυτή η πολιτιστική αντίφαση αποτελεί, μακροπρόθεσμα, την πλέον μοιραία διαίρεση της κοινωνίας (Nτάνιελ Mπελ, ό.π., «H διπλή σύζευξη της νεωτερικότητας»).
[vii] Tέοντορ Aντόρνο, Minima Moralia, 41, βλ. ολόκληρο το απόσπασμα στο Eπίμετρο.