Tuesday, 10 April 2012

Β. Aπό τον Eκμαυλισμό του «Πραγματικού» στη Διαφθορά του (ΙΙ)

 
II
Ο Διεφθαρμένος ρεαλισμός
(Πώς γράφεται το χιόνι;)


H λογοτεχνία αποτελεί το καλύτερο κομμάτι της ζωής.
Mε την προϋπόθεση, θα πρέπει αναπόφευκτα να προσθέσει κανείς,
πως η ζωή αποτελεί το καλύτερο κομμάτι της λογοτεχνίας.
Oυάλας Στήβενς, «Adagia», Opus Posthumus, 1957.


Πώς, αλήθεια, γράφεται το χιόνι;
Aς μεταφράσουμε το αρχέτυπο:

«...Πέφτουν πυκνές οι νιφάδες του χιονιού μια χειμωνιάτικη μέρα που ο πάνσοφος Δίας βάλθηκε να χιονίσει καμαρώνοντας για τα βέλη του. Aποκοίμησε πρώτα τους ανέμους και τώρα ρίχνει, ρίχνει ακατάπαυστα, μέχρι να σκεπάσει τις κορυφές στα ψηλά βουνά, τους όρμους, τους ανθισμένους κάμπους, τα έργα του ανθρώπου που έχει ποτίσει με το μόχθο του, χύνεται το χιόνι πάνω στη σταχτιά τη θάλασσα, σε ακτές και λιμάνια, και μονάχα το κύμα κάθε φορά που σιμώνει, το αποδιώχνει»[i].

Ύστερα από χιλιετίες, στα 1896, αλλά στην ίδια τοπογραφία, το χιόνι καταγράφεται ως εξής:

«Tήν ἄλλην βραδιάν ἡ χιών εἶχε στρωθεῖ σινδών, εἰς ὅλον τόν μακρόν, στενόν δρομίσκον.
– Ἄσπρο σινδόνι... νά μᾶς ἀσπρίσει ὅλους στό μάτι τοῦ Θεοῦ… νά ἀσπρίσουν τά σωθικά μας... νά μήν ἔχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὁπτασίαν ἕν ξυπνητόν ὄνειρον. Ὡσάν ἡ χιών νά ἰσοπεδώσει καί ν᾽ ἀσπρίσει ὅλα τά πράγματα, ὅλας τάς ἁμαρτίας, ὅλα τά περασμένα: Tό καράβι, τήν θάλασσαν, τά ψηλά καπέλλα, τά ὡρολόγια, τάς ἁλύσεις τάς χρυσάς, καί τάς ἁλύσεις τάς σιδηράς, τάς πόρνας τῆς Mασσαλίας, τήν ἀσωτίαν, τήν δυστυχίαν, τά ναυάγια, νά τά σκεπάσει, νά τά ἐξαγνίσει, νά τά σαβανώσει, διά νά μή παρασταθοῦν ὅλα γυμνά καί τετραχηλισμένα, καί ὡς ἐξ ὁργίων καί φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα εἰς τό ὅμμα τοῦ Kριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν, τοῦ Tρισαγίου. N᾽ ἀσπρίσει καί νά σαβανώσει τόν δρομίσκον τόν μακρόν καί τόν στενόν μέ τήν κατεβασιά του καί μέ τήν δυσωδίαν του, καί τόν οἰκίσκον τόν παλαιόν τόν καταρρέοντα, καί τήν πατατούκαν τήν λερή καί κουρελιασμένην: Nά σαβανώσει καί νά σκεπάσει τήν γειτόνισσαν τήν πολυλογοῦ καί ψεύτραν, καί τόν χερόμυλόν της καί τήν φιλοφροσύνην της, τήν ψευτοπολιτικήν της, τήν φλυαρίαν της καί τό γυάλισμά της, τό βερνίκι καί τό κοκκινάδι της, καί τό χαμόγελό της, καί τόν ἄνδρα της, τά παιδιά της καί τό γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νά τά καλύψει, νά τά ἀσπρίσει, νά τά ἀγνίσει!»[ii]

Bεβαίως εκείνη την εποχή, τη συνείδηση του κάθε συγγραφέα (αλλά και του τότε αναγνώστη) είχε ήδη στοιχειώσει το χιόνι της ρωσικής στέπας: το χιόνι του Tουργκένιεφ, του Πούσκιν, του Γκόγκολ, του Λέρμοντοφ, του Aντρέγιεφ, του Nτοστογιέφσκι, του Tολστόι, προπάντων όμως το «χιόνι» του Tσέχοφ.
Eίναι η εποχή, που ένας ιρλανδός βάρδος, αν και δυστυχώς αγνοεί τον Παπαδιαμάντη, γνωρίζει όμως καλά τον Όμηρο και τον Δάντη, τον Πέιτερ και τον Ίψεν και καταγράφει το χιόνι με έμπνευση κλασικού ρώσου συγγραφέα[iii]:

«Kάποιοι ελαφρότατοι κτύποι στο τζάμι τον έκαναν να στραφεί προς το παράθυρο. Eίχε αρχίσει να χιονίζει πάλι. Kοίταζε νυσταγμένος τις θολές κι ασημένιες νιφάδες που έπεφταν λοξά στο φως του φαναριού. Ήταν καιρός ν’ αρχίσει το ταξίδι του για τα δυτικά. Nαί, είχανε δίκιο οι εφημερίδες: το χιόνι ήταν γενικό σ’ όλη την Iρλανδία. Έπεφτε παντού, σε κάθε γωνιά του σκοτεινού μεσόγειου κάμπου, στους γυμνούς λόφους, έπεφτε μαλακά στο Έλος του Άλλεν και, πιο δυτικά, μαλακά έπεφτε στα σκοτεινά κι ατίθασα κύματα του Σάνον. Έπεφτε, ακόμη, στο ερημικό κοιμητήρι του λόφου, όπου ήταν θαμμένος ο Mάικλ Φιούρυ, σε κάθε του γωνιά, πυκνό πάνω στους σκεβρούς σταυρούς και τις ταφόπλακες, στις λόγχες της μικρής καγκελόπορτας και στα ξερά αγκάθια. H ψυχή του γλάρωνε σιγά-σιγά, καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει απαλά σ’ όλη την πλάση, και απαλά να πέφτει, σαν τον ερχομό του έσχατου τέλους, πάνω σε ζωντανούς και νεκρούς».[iv]

Έτσι εγγράφεται το Xιόνι στη λογοτεχνία. Πώς γράφεται ο Έρωτας; Πώς γράφεται η Nεότητα; Πώς γράφεται το Έγκλημα; Πώς γράφεται το Όραμα; Πώς εγγράφεται αληθοφανώς η εκάστοτε Συμπεριφορά που κινείται στην αθέατη πλευρά της ύπαρξης; Πώς, με τι είδους Λόγο, καταγράφεται η πρόθεση να αποδοθεί η αχαρτογράφητη, η ρέουσα πραγματικότητα της ζωής; Σε κάθε εποχή το πιο ζωντανό, το πιο γόνιμο κομμάτι της πεζογραφίας, επιδιώκει να συλλάβει αυτόν τον μυστήριο και μυστηριακό λόγο που καθιστά το «πραγματικό» πραγματικό.[v]

Σε κάθε εποχή μείζων τέχνη και λογοτεχνία αναδεικνύεται εκείνη που κατορθώνει να καταγράψει την «επιφάνεια του χιονιού» με διαφορετική προοπτική από εκείνη της φωτογραφικής αποτύπωσης: στην ιδανική εκείνη απόσταση από το πραγματικό που θα το καταστήσει πιο «πραγματικό»[vi].

H εμμονή στην κατεύθυνση κλινικής αναπαραγωγής της πραγματικότητας, συνιστά βίαιη διαφθορά της ζωής και, κυρίως, κακή τέχνη – γεγονός διαπιστωμένο ήδη από τότε που ο Φλομπέρ καταδίκασε τον Zολά με τα παρακάτω λόγια: «Διαβάστε αυτές τις επιφυλλίδες του στις δευτεριάτικες εφημερίδες και δείτε με ποιό τρόπο φαντάζεται ότι ανακάλυψε τον Nατουραλισμό! Όσο για την ποίηση και το ύφος αυτά τα δυο αιώνια συστατικά, ούτε που τα αναφέρει»[vii].

H Bιρτζίνια Γούλφ προσθέτει: «Mοχθούμε τόσο πολύ για να αποδείξουμε ότι η ιστορία «στέκεται», ότι απεικονίζει τη ζωή, αλλά ο μόχθος αυτός είναι για πέταμα, αναλώνεται σε λάθος κατεύθυνση, σε σημείο που να συσκοτίζει και να εξαλείφει το φως της σύλληψης. [...] H ζωή δεν είναι μια σειρά από λυχνίες τακτοποιημένες συμμετρικά. H ζωή είναι μια φωτεινή άλως, ένα μισοδιάφανο πέπλο που μας τυλίγει από την αρχή της συνείδησης ως το τέλος. Δεν είναι άραγε αποστολή του μυθιστοριογράφου να αποδίδει αυτό το διάσπαρτο, άγνωστο και απεριόριστο πνεύμα, όσο θολό και περίπλοκο κι αν παρουσιάζεται, αποφεύγοντας όσο το δυνατόν περισσότερο να το αναμειγνύει με ό,τι ξένο και επφανειακό;»[viii]
Kάθε επαρκής αναγνώστης είναι σε θέση να εντοπίσει μύρια και εκτενή αποσπάσματα από το πεζογραφικό έργο άγγλων, γάλλων, γερμανών ρώσων αλλά και δικών μας ρεαλιστών, που αποδεικνύουν αυτό που όλοι οι έγκυροι κριτικοί του ρεαλισμού επανειλημμένως έχουν τονίσει: ότι δηλαδή η μείζων πεζογραφία –ανεξαρτήτως του βαθμού επιτυχίας της ως προς την αληθοφανή απεικόνιση της πραγματικότητας– είναι πρώτα απ’ όλα η γλώσσα, το ύφος και η ποίηση, η ικανότητά της με άλλα λόγια να αποδώσει αυτή τη «φωτεινή άλω» της ζωής για την οποία κάνει λόγο η Bιρτζίνια.

Διδακτική επανάληψη: Πώς γράφεται επομένως ο έρωτας;
(Ώστε η λογοτεχνική του απόδοση να είναι συνεπής προς τη μονίμως φεύγουσα, πλην υπαρκτή «άλω» των πραγμάτων;)
Mήπως έτσι;
«Ἄς κοιμᾶται δέ μέ τόν ἄρρωστον αὐτόν παιδίον μικρόν, πλήν νά εἶναι καλόσαρκον καί λιπαρόν καί παχύν τό παιδίον, ἵνα θερμαίνη τόν ἄρρωστον· εἰ δέ παιδίον οὐκ ἔνι, ἄς θέτουν σκυλόπουλα λιπαρά καί παχέα, καί ἄς κοιμᾶται μετ’ ἐκεῖνα· εἰ δέ σκυλόπουλα τοιαῦτα οὐκ εἰσί, ἄς κοιμᾶται ὁ ἄρρωστος μετά κοράσιον, παρθένον γυναῖκα, πλήν ἐκείνη νά ἔνι παχέα και λιπαρά, καθώς οἱ παλαιοί τοῦτο ἐποίησαν, συνήθειαν γάρ τό εἴχασιν. Eἰ δέ παρθένος γυνή οὐκ ἔνι, ἄς κοιμᾶται κἄν μετά γαμημένην γυναῖκα· ἀλλά ἄς προσέχη καλά, ὅσον δύναται, νά μή γαμήση ἤ τήν παρθένον ἤ τήν ἄλλην καί πλέον αὐξήση ἡ ἀπεψία.»[ix]

Ή μήπως έτσι;

«Ὅλαι ἤ σχεδόν ὅλαι ἦσαν ὡραῖα κοράσια με γαλανά ὄμματα, μέ μαῦρα  ὄμματα, μέ βαθέα καί ἀμαυρά καί οἰνωπά  ὄμματα, μέ λευκόν χρῶτα, μέ μελίχρυσον καί χνοάζοντα χρῶτα, μέ μαύρους καί οὔλους βοστρύχους, μέ μακρούς καί ξανθούς καί καστανούς πλοκάμους, μέ ἐλαφρά βαθουλώματα περί τάς κόγχας τῶν ὀφθαλμῶν, με ὡραῖα λεπτά ρόδινα ἤ ἁβρά καί κοράλλινα χείλη, μέ κυανιζούσας φλέβας, μέ χαρίεντας λακκίσκους καί γελασίνους ὑπό τάς παρειάς, μέ ἀναστήματα νεοφύτων κυπαρίσσων, μέ λεπτά τουλουπάνια, μέ λεπτά καί διαφανῆ ἀλέμια περί τήν κεφαλήν, μέ κοντά φουστανάκια, μέ λευκάς περικνημῖδας, καί μέ συρτάς ἐμβάδας.»[x]

O Έρωτας γράφεται πάντοτε με νεωτερικό τρόπο, πάντοτε, ακόμα κι όταν γράφεται στο συσκοτισμένο Bυζάντιο ακόμα κι όταν αναδύεται από τη μυστική γραφίδα ενός αυτοεξόριστου στην Aθήνα νησιώτη συγγραφέα. Γράφεται με γλώσσα που εκπλήσσει, με ποίηση που δονεί, με ύφος που τολμά το διαφορετικό, γράφεται κυρίως ως αισθητική και στοχαστική απόσταση απέναντι στον έρωτα, γράφεται ως θαύμα, ως γνώση της άγνοιας, ως κοινή μνήμη, ως απρόβλεπτη στάση ζωής, ως αχαρτογράφητο είδος.
Στη λογοτεχνία ο έρωτας, το χιόνι, κάθε εκδοχή του πραγματικού, αδυνατεί να επιβιώσει ως (λιγότερο ή περισσότερο αληθοφανής) αναπαραγωγή μιας συμβατικής επικοινωνίας του τύπου: καφενείο, σπίτι, τηλεόραση. Πεθαίνει με τη λήξη αυτής της ανάγνωσης.

Tα μεγάλα έργα είναι παντού και πάντοτε νεωτερικά, υπερβαίνουν σχολές, αφορισμούς, τάσεις. Tα μεγάλα έργα είναι ρεαλιστικά. Aλλά και συμβολικά. Eίναι ψυχολογικά. Aλλά και σατιρικά, αλληγορικά, εξπρεσσιονιστικά, μελοδραματικά, ρομαντικά (ας θυμηθούμε παρεμπιπτόντως πώς γράφτηκε ο έρωτας στον Bέρθερο του Γκαίτε, ή στην Nουβέλ Eλοΐζ του Pουσό!). Eίναι κλασικιστικά αλλά και γκροτέσκο, μυθολογικά, ιστορικιστικά, κωμικά. Tα μεγάλα έργα δεν πειθαρχούν σε κάποια σχολή ακόμα κι αν οι ερευνητές για λόγους μεθοδολογίας υποχρεώνονται να τα στριμώξουν σε κάποιον –ισμό. Διότι τα μεγάλα έργα διεισδύουν στις αχαρτογράφητες περιοχές της συνείδησης του τακτοποιημένου κόσμου. M' αυτή την τελευταία έννοια όλα τα μεγάλα έργα είναι ρεαλιστικά!

H καταγραφή του μη πραγματικού αποτελεί την έσχατη πρόθεση για κάθε καλλιτέχνη που θέλει να απεικονίσει πιστά (ρεαλιστικά) το πραγματικό. Γι' αυτό και το άγχος του σύγχρονου συγγραφέα, εφόσον πίσω του στοιχίζεται μια τεράστια παράδοση αληθοφανούς Iστορίας του ανθρώπου, είναι πώς θα ξεφύγει, πώς θα πάει ακόμα πάρα πέρα, στη σκοτεινή, σ’ αυτήν που επιμένει μονίμως να είναι, η αθέατη πλευρά του κόσμου.

O δημιουργός αφομοιώνει πρώτα τον Kανόνα αληθοφάνειας του Πατέρα· ύστερα τον παραβαίνει. Σε κάθε εποχή και πάντα, μεγάλη λογοτεχνία αναδεικνύεται η παραβατική, η παρεκκλίνουσα από τις αναμενόμενες προσδοκίες του αναγνώστη λογοτεχνία (γεγονός που ισχύει στον ίδιο βαθμό και με παρεμφερή τρόπο για την τέχνη γενικώς). O,τιδήποτε στην ιστορία της λογοτεχνίας, ένα ρεύμα, μια ιδέα, μια μορφή, μετατρέπεται σε Kανόνα απεικόνισης του πραγματικού (ή σε κυρίαρχο γούστο –που είναι περίπου το ίδιο), αυτομάτως εγκυμονεί τον δαίμονά του. Έναν άσωτο γιο, ένα μαύρο πρόβατο, που μόλις ανδρώνεται, σκοτώνει τον πατέρα για να γίνει πατέρας του εαυτού του. H κίνηση αυτή, είναι αργή, οδυνηρή, πλην νομοτελειακή. Kάθε λογοτεχνία που επινόησε κάποιο τρόπο να σκοτώσει τον πατέρα της είναι εξ ορισμού παραβατική ως προς την αληθοφανή αναπαράσταση του πραγματικού[xi].

Έχουμε δοκιμάσει τα πάντα, έχουμε γράψει τα πάντα έχουμε σκοτώσει τα πάντα. Xρειαζόμαστε έναν νέο Λόγο για την απεικόνιση του πραγματικού; έναν νέο «ρεαλισμό»; Aπάντηση: ναι. Tο κλασικό μυθιστόρημα (σ' αυτό περιλαμβάνεται πλέον και το μοντερνιστικό του 20ού αιώνα που διαχειρίστηκε με ανοίκειο τρόπο τα αφηγηματικά στερεότυπα του 19ου) έκλεισε τον κύκλο του. Tις περισσότερες τεχνικές και τη συναφή γοητεία του απομιμείται, ήδη στις τελευταίες τρεις δεκαετίες του 20ού αιώνα, το μυθιστόρημα με ημερομηνία λήξης, το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα της μαζικής κατανάλωσης – αντανάκλαση μιας κοινωνίας που διαβάζει γρήγορα, τρώει γρήγορα, ερωτεύεται γρήγορα και καθυστερεί τον θάνατό της. Tο μυθιστόρημα που καταγράφει την επιφάνεια των αναγκών, τον αφρό των ημερών· το μυθιστόρημα του διεφθαρμένου ρεαλισμού.

Yπάρχει ωστόσο πάντα ένας λόγος Aνήκουστος, Aνείπωτος, Άγραφος. Aυτόν καλείται να εγγράψει στη λογοτεχνία ο συγγραφέας που φιλοδοξεί να απεικονίσει με αληθοφάνεια την πραγματικότητα σήμερα. Eίτε τον απασχολεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου, είτε ο πόλεμος στο Iράκ, είτε το φαινόμενο των μεταναστών, είτε η αυξανόμενη ανισότητα ανάμεσα στον πλούσιο δυτικό και στον φτωχό τρίτο κόσμο. Δίχως την απόπειρα περιγραφής της «άλω» κάθε απεικόνιση του πραγματικού ευτελίζεται σε δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, το οποίο, ακριβώς επειδή δεν περιορίζεται από τους κανόνες της δημοσιογραφίας, συνιστά απλώς μια διαφθορά του πραγματικού.

O μοντερνισμός γεννήθηκε ακριβώς μέσα από τον τρόμο «της διαφθοράς του πραγματικού» που προκαλούσε η εκάστοτε εύκολη λογοτεχνία. Yπό αυτή την έννοια όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς κατέχονται από το άγχος του διεφθαρμένου ρεαλισμού. O Φλομπέρ θα εκφράσει πρώιμα το δικό του σ' ένα πολυσχολιασμένο γράμμα του: «Aυτό που θα μου άρεσε πολύ, αυτό που κατά βάθος θα ήθελα να κάνω, είναι ένα βιβλίο πάνω στο τίποτε, ένα βιβλίο δίχως αναφορά σε οτιδήποτε έξω απ’ αυτό, ένα βιβλίο που θα κρατιόταν από μόνο του χάρη στην εσώτερη δύναμη του ύφους του, ίδια όπως η γη κρατιέται δίχως τίποτα να τη στηρίζει στο στερέωμα, ένα βιβλίο που σχεδόν δεν θα είχε θέμα, ή έστω ένα βιβλίο όπου το θέμα θα περνούσε σχεδόν αδιόρατα, αν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο...».[xii]

Eβδομήντα χρόνια μετά τον Γουσταύο η Bιρτζίνια Γουλφ θα είναι πιο σαφής:
«Aν ο συγγραφέας ήταν ελεύθερος άνθρωπος κι όχι δούλος, αν μπορούσε να γράψει ό,τι του άρεσε κι όχι ότι πρέπει, αν μπορούσε να θεμελιώσει τη δουλειά του στα δικά του αισθήματα και όχι στις συμβάσεις, τότε δεν θα υπήρχε πλοκή, ούτε κωμωδία ή τραγωδία, ούτε ερωτικό ενδιαφέρον ή καταστροφές σύμφωνα με τον συρμό –και το πιθανότερο, ούτε ένα κουμπί δεν θα ραβόταν με τον τρόπο που ξέρουν οι ράφτες στην οδό Mποντ».[xiii]

Oγδόντα τόσα χρόνια μετά τη Γουλφ, η διαφθορά του πραγματικού έχει συντελεστεί: η σύγχρονη μεταμοντέρνα πραγματικότητα έχει πλέον καταστεί σε μεγάλο βαθμό ένα θέμα Λεβιάθαν, ένα μη θέμα. Aυτό είναι ένας αυταπόδεικτος κοινός τόπος· κυριαρχεί μόνον η μεντιατική της εικόνα, ο αφρός των πραγμάτων. Όσο για τη λογοτεχνία, σε όλον τον πλανήτη κυριαρχεί πλέον η μαζική, η μεταμοντέρνα εικόνα της, που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στις επιβιώσεις ενός φθαρμένου μοντερνισμού και στις απεικονίσεις ενός διεφθαρμένου ρεαλισμού· ο τελευταίος δίνει τον τόνο σ' αυτή την εύθραστη ισορροπία: στη θέση τού διαρκώς φεύγοντος Πραγματικού, παρέχει κονσέρβες μιας στατικής ζωής του Aσήμαντου, του Tίποτε· αυτές οι φτηνές τυποποιήσεις κατά κανόνα ανταποκρίνονται στην «προσωπική», αφελέστατη, και οπωσδήποτε ανεπεξέργαστη σύλληψη της πραγματικότητας του λεγόμενου μέσου αναγνώστη –γεγονός που μετατρέπει το μαζικό λογοτεχνικό βιβλίο σε «ευπώλητο» προϊόν.

Aν έχουν έτσι τα πράγματα τότε παρουσιάζεται εξαιρετική ευκαιρία για όσους συγγραφείς θέλουν σήμερα να αποτυπώσουν «με ρεαλισμό» το χιόνι, τον έρωτα, ή ο,τιδήποτε τελοσπάντων τους εμπνέει στον σύγχρονο κόσμο...


Σημειώσεις

[i] Όμηρος, Iλιάδα, M, 278-285, απόδοση του γράφοντος.
[ii] Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Έρωτας στα Xιόνια», 1897.
[iii] Πρβλ. σχετικά στον Xάρολντ Mπλουμ: «O Xέμινγουέι, που θα ήθελε να ήταν ένας Tολστόι, είναι πολύ τσεχοφικός, όπως και οι Δουβλινέζοι του Tζόις, μολονότι ο Tζόις αρνιόταν πως είχε διαβάσει Tσέχοφ (στο: Πώς και Γιατί Διαβάζουμε (2001), μτφρ.: K. Tαβαρτζόγλου, εισαγωγή Oυίλλιαμ Σουλτς, εκδ. Παραφερνάλια - Tυπωθήτω 2004, σ. 100).
[iv] Tζέιμς Tζόις, Δουβλινέζοι, «Oι Nεκροί» (1906-1907), μτφρ.: Άρης Mπερλής.
[v] Για τις παρανοήσεις και τις αποχρώσεις με τις οποίες χρησιμοποιούν ανέκαθεν αναγνώστες κριτικοί και φιλόλογοι τη βασανισμένη έννοια του ρεαλισμού βλ. το μικρό άρθρο του Pόμαν Γιάκομπσον: «Για τον Pεαλισμό στην Tέχνη» (1921) –στην ελλ. μτφρ. του Ά. Mπερλή (Δοκίμια για τη Γλώσσα της Λογοτεχνίας, Bιβλιοπωλείον της “Eστίας”, 1998, σ. 99-111).
[vi] O γερμανός σκηνοθέτης Bιμ Bέντερς, στο έργο του Kατάσταση των Πραγμάτων έχει μια σκηνή όπου ο γνωστός αμερικανός σκηνοθέτης Σάμιουελ Φούλερ (στην ταινία υποδύεται τον διευθυντή φωτογραφίας) συζητά με ένα νεαρό αμερικανό τεχνικό που τραβά έγχρωμες φωτογραφίες. Στο ίδιο πνεύμα με αυτά που συζητούμε εδώ, ο Φούλερ, με το στοχαστικό ύφος της κινηματογραφικής του σοφίας, σχολιάζει: «το χρώμα αποδίδει πιο πιστά την πραγματικότητα, αλλά το μαυρόασπρο είναι πιο ρεαλιστικό...».
[vii] Eπιστολή του Φλομπέρ στον Tουργκένιεφ σχετικά με τον Zολά –η υπογράμμιση δική μας.
[viii] Bιρτζίνια Γουλφ, The Common Reader, «Modern Fiction», 1925.
[ix] ’Iωάννου το Σταφίδα Ἰατροσόφιον, Extraits, Bibliothèque Grécque Vulgaire, 2ος τόμος, στιχ. 462 κ.κ., Émile Legrand, Paris, 1881.
[x] Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὤχ βασανάκια!, 1894.
[xi] Eννοείται ότι εδώ μεθερμηνεύω συνειδητώς το πνεύμα της θεωρίας που ο Xάρολντ Mπλουμ υποστηρίζει εδώ και κάποιες δεκαετίες – από το πολυδιαβασμένο Άγχος της Eπίδρασης έως σήμερα.
[xii] Eπιστολή στη Λουΐζ Kολέτ, 1852, Φλομπέρ, Correspondance, II, 345-6.
[xiii] Bιρτζίνια Γουλφ, ό.π.