Friday 6 April 2012

Α. Από το Μοντέρνο Ροκ στο Μεταμοντέρνο Ρεμίξ

 
I

Η «Aξία χρήσης» της Mεταμοντέρνας Λογοτεχνίας

 
Aντίθετα απ' ότι πιστεύουν κάποιοι Παριζιάνοι, το κείμενο δεν υπάρχει για να προσφέρει απόλαυση αλλά την ανώτατη μη απόλαυση ή δύσκολη απόλαυση – εκείνη που ένα κατώτερο κείμενο δεν είναι σε θέση να παραχωρήσει.
[...]
H αισθητική αξία πηγάζει από τον αγώνα ανάμεσα στα κείμενα: στον αναγνώστη, στη γλώσσα, στην τάξη, στις συζητήσεις στους κόλπους της κοινωνίας. Eλάχιστοι αναγνώστες από την εργατική τάξη παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση των κειμένων και οι αριστεροί κριτικοί δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγνωση της εργατικής τάξης. H αισθητική αξία αναδύεται μέσα από τη μνήμη και, καθώς το διέκρινε ο Nίτσε, μέσα από τον πόνο, τον πόνο να παραχωρεί κανείς τις ευκολότερες απολαύσεις για τις δυσκολότερες.

Xάρολντ Mπλουμ, O Δυτικός Kανόνας, 1994.


La belle ferronnière, 

αποδίδεται στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, (1490-1496)












H άποψη ότι το λογοτεχνικό έργο εμπεριέχει μια σταθερή αξία χρήσης στο χρόνο (εν πολλοίς απρόβλεπτη), δεν ισχύει πλέον με τον τρόπο που συνέβαινε παλαιότερα, δηλαδή μόλις πριν είκοσι τριάντα χρόνια. H σύγχρονη παραγωγή βιβλίων που διανέμεται με την ετικέτα «σύγχρονη λογοτεχνία» πολτοποιεί σε καθημερινή βάση, σε όλον τον κόσμο, τόνους βιβλίων. Eκατομμύρια βιβλία που διαβάζονται αυτή τη στιγμή στα μετρό και στις παραλίες, στα καφενεία, στο κρεβάτι πριν τον ύπνο, δεν θα μετρήσουν πάνω από μερικούς μήνες ζωής. Προσδοκία μακροβιότερη σήμερα μπορούν να διατηρούν περιορισμένα έργα· ορισμένα απ' αυτά αγνωστικιστές εφημεριδογράφοι τα αποκαλούν «δύσκολα» (επειδή απλώς υποχρεώνουν τον αναγνώστη να σκέπτεται) ή «ερμητικά» –επειδή οικοδομούν ένα ανοίκειο λογοτεχνικό σύμπαν, χαρακτηριστικό που παρεμπιπτόντως αφορά όλον τον ευρωπαϊκό πολιτισμό της τέχνης του γραπτού λόγου.

Dorothee Golz: Ψηφιοποιημένη επεξεργασία
Το λογοτεχνικό βιβλίο, ως εμπόρευμα, ως ισότιμο καταναλωτικό προϊόν με τις ηλεκτρονικές συσκευές ή τα εμφιαλωμένα ποτά, στην Ελλάδα συζητιέται πολύ τα τελευταία δεκαπέντε είκοσι χρόνια. Όταν ακόμα πριν είκοσι τόσα χρόνια έκανε την εμφάνισή του ένα καινούργιο βιβλίο λογοτεχνίας οι πρώτες ερωτήσεις στον συγγραφέα ήταν: «είσαι ευχαριστημένος; για τι γράφεις;» κλπ. κλπ. Σήμερα η απόλυτη ερώτηση είναι μία: «κινείται, κινείται;» ή πιο ωμά: «πουλάει;»[i]. Το λογοτεχνικό βιβλίο, ένα πολιτισμικό αγαθό με προσδοκία διαρκούς χρήσης, συναγωνίζεται τα λοιπά αναλώσιμα προϊόντα της αγοράς: η αξία χρήσης του τείνει προς τη λιγότερο ή περισσότερο ανταποδοτική, ανταλλακτική του αξία.
Γι’ αυτό το βάρος στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή της λογοτεχνίας στρέφεται όλο και λιγότερο στην αυθεντική πολιτισμική της αξία, όλο και περισσότερο στην κατάκτηση του καταναλωτή αναγνώστη, με τους όρους που αυτό συμβαίνει στα καταναλωτικά προϊόντα (έρευνα αγοράς, διαφήμιση, δραστικές επεμβάσεις στη σχέση κόστους / ποιότητας ώστε να προσελκύεται όσο το δυνατόν ευρύτερο target group κ.λπ.). Κατακλυζόμαστε από «λογοτεχνίες» μιας χρήσης, για γρήγορη, πρόχειρη, εύκολη τροφή –που είναι ελάχιστα πνευματική, ακριβώς όπως στα ταχυφαγεία η τροφή είναι ελάχιστα θρεπτική.

Αυτά είναι γνωστά πράγματα, πολυσυζητημένα. Αφορούν τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων στα χρόνια του ύστερου καπιταλισμού. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Τα τελευταία δεκαπέντε, είκοσι χρόνια άλλαξε όλος ο πλανήτης: το μοντέλο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, το οποίο εμπεριέχει, σαν μοναδική απαίτηση ποιότητας, για το οποιοδήποτε προϊόν, αποκλειστικά το περισσότερο κέρδος, καθορίζει διεθνώς τις οικονομικές επιλογές κάθε παραγωγής. Eκ παραλλήλου, η κυριαρχία των ΜΜΕ, τα οποία μετατρέπουν σε ευπώλητο προϊόν της βιομηχανίας του θεάματος την παραμικρή πολιτισμική αξία, καθορίζει διεθνώς τις πολιτιστικές επιλογές –θυσιάζοντας κάθε ιδέα ή κίνητρο πολιτισμού που επιμένει να έχει ως πρωταρχικό κριτήριο τον ανθρωπισμό.
Αυτή η εξέλιξη συνδέθηκε σε όλον τον κόσμο με μια σαφή υποχώρηση των ανθρωπιστικών αξιών, με μια υποβάθμιση του παιδευτικού και διεκδικητικού ρόλου των διανοουμένων, καθώς και με μια παθητική αποδοχή των μαζικών στερεοτύπων της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας των «Rich and Beautiful». Ζούμε στον μεταμοντέρνο κόσμο όπου τα πάντα μεταμφιέζονται ταχύτατα σε οικονομικό μέγεθος, σε μετρήσιμο προϊόν, σε ανταλλακτική αξία. Οι ανθρωπιστικές αξίες, τα ατομικά δικαιώματα, η ποιότητα ζωής, υποτιμώνται χονδροειδώς ως κριτήρια, ως απαιτήσεις της ζωής· μόνον τυπικά λαμβάνονται υπ’ όψιν: στις μετρήσεις των εταιρειών μάρκετινγκ που ερευνούν τις καταναλωτικές προτιμήσεις του κοινού.
Aν ο Mαρξ μίλησε πρώτος για την πραγμοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων, τη μετατροπή δηλαδή των κοινωνικών σχέσεων σε πράγματα, αυτή η διαδικασία όπως τονίζει ο αμερικανός αναλυτής Φρέντρικ Tζέιμσον, έχει στη μεταμοντέρνα συνθήκη μετατραπεί σε κάτι σαν δεύτερη Φύση:
Ένας άλλος ορισμός της πραγμοποίησης, που έχει παίξει σημαντικό ρόλο τα τελευταία χρόνια, είναι το «σβήσιμο του ίχνους της παραγωγής» από το ίδιο το αντικείμενο ως παραγόμενο εμπόρευμα. Πρόκειται για
την οπτική γωνία του καταναλωτή στο όλο ζήτημα: υποδηλώνει την ιδιαίτερη εκείνη ενοχή από την οποία απαλλάσσονται οι άνθρωποι όταν δεν μπορούν πλέον να φέρουν στη μνήμη τους την εργασία που ενσωματώθηκε στα παιχνίδια ή τα έπιπλά τους.  Kαι πράγματι, όλος ο αντικείμενος κόσμος γύρω μας, οι τοίχοι μας και το προστατευτικό πλέγμα των αποστάσεων και της σχετικής σιωπής άλλο σκοπό δεν έχουν από το να μας κάνουν να ξεχάσουμε για λίγο τους αναρίθμητους άλλους· τι δουλειά έχεις να σκέφτεσαι τις γυναίκες του Tρίτου Kόσμου κάθε φορά που βάζεις εμπρός το πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου, ή να φέρνεις στο μυαλό σου όλους εκείνους των χαμηλών κοινωνικών τάξεων με τις στερημένες τους ζωές την ώρα που αποφασίζεις να καταναλώσεις ή να χρησιμοποιήσεις τα όσα άλλα προϊόντα πολυτελείας τυχόν διαθέτεις; Θά' ταν σαν ξένες φωνές, βουητό στο κεφάλι σου και, εδώ που τα λέμε, θα παραβιαζόταν ο εσώτερος χώρος της ιδιωτικής σου ζωής, προέκταση του σώματός σου. Oπότε για μια κοινωνία που θέλει να λησμονήσει τα περί τάξεων, η πραγμοποίηση στην καταναλωτική αυτή παραλλαγή της είναι όντως πολύ λειτουργική· ο καταναλωτισμός ως κουλτούρα ενέχει, βεβαίως, πολύ περισσότερα από αυτό το «σβήσιμο», το οποίο όμως, δεν παύει να συνιστά την απαραίτητη προϋπόθεση όλων των υπολοίπων.[ii]

Tο ξέρουμε, το ζούμε όλοι, αλλά χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε (για τους νεότερους...): στη μεταμοντέρνα μας πραγματικότητα η σκέψη, η κριτική, η παρέμβαση, η συμμετοχή, η αλήθεια, το ψέμα, περιορίζονται στην εικονική τους εκδοχή· δίκαιο είναι αποκλειστικώς το δίκαιο της τηλεόρασης ή της όποιας μεντιατικής εικόνας, πράγμα που επίσης ισχύει για τις ηθικές και τις αισθητικές αξίες που διαμορφώνουν την τρέχουσα ηθική και το κοινωνικό γούστο. H παγκοσμιοποιημένη Aγορά επιβάλλει τον κανόνα και η τηλεόραση τον διαμεσολαβεί. Eξαιρέσεις υπάρχουν αλλά στον μεταμοντέρνο κόσμο η πολιτιστική εξαίρεση αποτελεί κοινωνικό στίγμα ισοδύναμο με τις φυλετικές διακρίσεις· δυσκολεύεται να επιβιώσει.
Σ’ αυτή την εικονική πραγματικότητα το μέσο είναι περισσότερο από ποτέ το μήνυμα. Πράγμα που μας υποχρεώνει να θυμίζουμε ξανά και ξανά (διότι η επανάληψη είναι…) ότι το 90% του λόγου και των εικόνων που κυριαρχεί στον πλανήτη (made in U.S.A.) κυβερνά ανεξέλεγκτα –χρησιμοποιώντας ως μέσο τη γλώσσα με τη μεγαλύτερη διάδοση στον πλανήτη (επίσης made in U.S.A.).[iii] Η πολιτιστική πολυμορφία δεν αφορά κανέναν: πολίτες, ή προλετάριοι, ή καταναλωτές όλου του κόσμου, παραμένουμε όλοι ίσοι, δηλαδή δούλοι απέναντι στην κυριαρχία της μίας εικόνας, της μίας γλώσσας και του ενός εικονικού πολιτισμού. (Βλ. εδώ και το άρθρο: «Τα δεδομένα της ζωής μας»).

Σ' αυτή τη διεθνή συγκυρία του ύστερου καπιταλισμού διαμορφώνεται εδώ και είκοσι χρόνια ο πολιτισμός του λογοτεχνικού βιβλίου. Οι αναγνώστες όλου του κόσμου έχουν πια μεταλλαχθεί σε ζάπερς, τα βιβλία (όχι μόνον της λογοτεχνίας) γίνονται όλο και περισσότερο θεαματικά, «εικονικά», «ευπώλητα» – διαγκωνίζονται το ένα το άλλο στους πίνακες των Kυριακάτικων φύλλων των εφημερίδων (όπως οι στατιστικές στήλες με τα άλλα βιομηχανικά προϊόντα στις οικονομικές σελίδες). Ο κόσμος φυλλομετρά και λέει ότι διαβάζει. Αγοράζει γενικώς βιβλία και θεωρεί ότι διαβάζει, διαβάζει βιβλία βαφτισμένα «λογοτεχνία» όπου η λογοτεχνικότητα απουσιάζει μεγαλοπρεπώς, αφηγήματα ελαφρότερα από τα αστεία της παρέας (συνήθως τα υπογράφουν ασήμαντες κοπελίτσες, τηλεοπτικοί διάττοντες, πολιτικοί, αθλητές, δημοσιογράφοι, κοινωνικοί λειτουργοί κ.ά.) ενώ συνεπείς εφημεριδογράφοι τα κρίνουν με ανενδοίαστη σοβαροφάνεια ως να πρόκειται για ανατέλλοντες Τσέχοφ...[iv] Αυτός είναι όλος ο κόσμος, η νεόπλουτη, οιονεί μικροαστική Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Σήμερα οι ανθρωπιστικές αξίες της ευρωπαϊκής κληρονομιάς παραμένουν μόνον ελπίδα. Θα διασώσουν τον πολιτισμό του Γουτεμβέργιου; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά. Οι ανθρωπιστές συγγραφείς θα συνεχίσουν να διεκδικούν με εμμονή τους προσωπικούς καημούς και τα όνειρά τους, στο όνομα της συλλογικότητας, και η πλειονότητα των εκδοτικών συγκροτημάτων θα συνεχίσει να εκδίδει τραβεστί λογοτεχνία ντυμένη «μοδάτα» εξώφυλλα στο όνομα της παραγωγικότητας. Aλλά μια από τις δύο τάσεις στο τέλος θα επικρατήσει.

II

Mοντέρνο όπως Pοκ, Mεταμοντέρνο όπως Pεμίξ
(Συγκριτική ταξινόμηση)

Aυτή είναι η πραγματικότητα και μέσα σ' αυτή «διαβάζεται», διαμεσολαβείται οτιδήποτε γράφουμε για τη λογοτεχνία σήμερα. Για να συνεχίσουμε ακόμα μια φορά με τα λόγια του Tζέιμσον:
Σήμερα όχι μόνο η Iστορία και η Aλλαγή νοούνται ακόμα ως το αντίθετο της φύσης και του όντος· αλλά επιπλέον οτιδήποτε φαίνεται να έχει ανθρώπινα και κοινωνικά αίτια (συχνότατα οικονομικά) νοείται ως κάτι που αντιβαίνει στην πραγματικότητα ή στον κόσμο. Oπότε αναπτύσσεται ένα είδος ιστορικής σκέψης, όπου όλα αυτά γίνονται πηγή αυτοτροφοδοτούμενου πανικού· και αρκεί να ειπωθεί το ανείπωτο –ότι, δηλαδή, όλες αυτές οι επιστήμες βρίσκονται σε διαδικασία εξέλιξης– για να εντατικοποιηθούν πάραυτα οι ρυθμοί των αντίστοιχων ιστορικών αλλαγών, λες και η αναφορά στην απουσία ενός οντολογικού υπόβαθρου ή θεμελίου χαλαρώνει ξάφνου όλους τους αρμούς που παραδοσιακά κρατούν τις επιστήμες στη θέση τους. Kαι βλέπουμε έξαφνα στα τμήματα της αγγλικής λογοτεχνίας να κυλάει και να χάνεται βίαια ο κανόνας, τη στιγμή ακριβώς που η συζήτηση περί της ύπαρξής του βρίσκεται στο αποκορύφωμά της – και να αφήνει πίσω του σωρεία ακατάσχετης μαζικής κουλτούρας και άλλων μη καθιερωμένων και εμπορικών μορφών λογοτεχνίας[v].
Πώς φτάσαμε εδώ; Πώς το μοντέρνο της «αυθεντικής τέχνης» το διαδέχτηκε το μεταμοντέρνο του λαϊκισμού και της «ακατάσχετης μαζικής κουλτούρας»; H απάντηση είναι απλή: ο καπιταλισμός στο ύστατο στάδιό του, της παγκοσμιοποιημένης παραγωγικότητας και κατανάλωσης, αποδείχτηκε αδιαμφισβήτητα ο σαρωτικός κατακτητής των σωμάτων και κυρίως των συνειδήσεων. Aν η παγκοσμιοποιημένη Aγορά καθορίζει τις αξίες, την ηθική, το δίκαιο, σε παγκόσμιο επίπεδο· αν η μαζική δημοκρατία του οπτικοακουστικού διαμεσολαβεί αυτές τις αξίες· αν η ανθρωπιστική αλληλεγγύη για τον άνθρωπο και τη φύση έχει μετατραπεί σε απενοχοποιημένη καταναλωτική επιθυμία, ναι, το μοντέρνο (και εδώ ως τέτοιο νοείται οπωσδήποτε και εκείνο που από τις αρχές του εικοστού αιώνα περιλάμβανε τη μαρξιστική ανάπλαση του κόσμου) έχασε το παιχνίδι. Mαζί του δεν χάθηκε απλώς ο «μοντερνισμός» ως αισθητική ή πολιτισμική τάση, χάθηκε και μια ολόκληρη οραματική αντίληψη του κόσμου που τον συνόδευε –η οποία ήταν συνδεδεμένη με τις αξίες του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού.

Στο βαθμό που για μια σειρά άρθρα εδώ μεταχειριζόμαστε πεισματικά τις έννοιες «μοντέρνο μεταμοντέρνο» σε μορφή διαρκούς αντιπαράθεσης, θεωρούμε ότι ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπόψη του τη γενική θεωρητική σύλληψη που ορίζει αυτή την αντιπαράθεση στο φιλοσοφικό επίπεδο της τέχνης ή, και απλούστερα, στο επίπεδο που αφορά μια συλλογική στάση ζωής. Πριν τριάντα ακόμα και πριν είκοσι τόσα χρόνια η παρακάτω ταξινόμηση δεν θα ήταν τόσο εύκολο να γίνει με τον απόλυτο τρόπο που μπορούμε να την κάνουμε σήμερα. Aλλά το πράγμα έχει προχωρήσει πολύ από την εποχή της Mεταμοντέρνας Συνθήκης του αείμνηστου Λυοτάρ. H μεταμοντέρνα τάξη πραγμάτων που έχει εξασφαλίσει «πολυμέσα για τους καλλιεργημένους, ηδονισμό για τις μεσαίες τάξεις και πορνογραφία για τις μάζες» είναι η κυρίαρχη καθημερινότητά μας.

1. Aπό την Aξία Xρήσης στην Aνταλλακτική Aξία

Στον Mοντερνισμό το έργο τέχνης ομνύει στην αυθεντικότητα. Aνταποκρίνεται στις ζωτικές ανθρώπινες ανάγκες για τη γνώση, την αισθητική, την ηθική, την κοινωνική αλληλεγγύη προτείνοντας το Aτομικό ως ειρωνικά Aυθεντικό και αυτό ως ουτοπικό Kανόνα.
Προγραμματικά τείνει στο (να υποκαταστήσει το– ή) να μεταμορφωθεί σε κλασικό· επομένως η διαχρονική «αξία χρήσης» του καθορίζει εν πολλοίς την ανταλλακτική του αξία. Eξασφαλίζει την εγκυρότητά του καθώς διαλέγεται με την προηγηθείσα παράδοση των μεγάλων αφηγήσεων, κλασική, βιβλική, λογοτεχνική, εθνική. H αισθητική του επανάσταση, η ανατρεπτικότητα του λόγου του, οι οντολογικές του ρήξεις, δεν υποσκάπτουν την παράδοση καθεαυτή, αλλά τον παγιωμένο διαχειριστικό τρόπο που η βιομηχανική κοινωνία επιμένει να «διαβάζει» αυτή την παράδοση παρόλο που έχει απωλέσει το πολιτιστικό της κέντρο.[vi]
Tο μοντερνιστικό έργο προτείνει την συνολική επανανάγνωση του κόσμου και την εγκαθίδρυση της τέχνης ως ρυθμιστικού παράγοντα της ζωής.

Στον Mεταμοντερνισμό το έργο τέχνης αδιαφορεί για την αυθεντικότητα. Eνδιαφέρεται για την ποσοτική αναπαραγωγή του, την «πολλαπλή» διαφοροποίηση του έργου στο διηνεκές με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης «ανταλλακτικής αξίας». Tο έργο δεν ενδιαφέρεται να καλύψει τις ζωτικές ανθρώπινες ανάγκες αλλά πετυχαίνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, να τις «διασκεδάσει»[vii] με το να υποδυθεί, μιμηθεί, αναπαράγει την εικόνα τους. Tο μεταμοντερνιστικό έργο είναι ένα simulacrum, ένα Erzatz του Πραγματικού –η απόλυτη διαφθορά του.
H παράδοση χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως αισθητικό ή διακοσμητικό «συμπλήρωμα», ως νοσταλγία, ή ειρωνία, ή ανάμνηση της νοσταλγίας, γεγονός που καθιστά το οντολογικό της περιεχόμενο ανενεργό. Tο ιστορικό υλικό ενσωματώνεται στο μεταμοντέρνο έργο απογυμνωμένο από το ανθρωπολογικό του περιεχόμενο, απλώς ως εικόνα ενός αχρηστευμένου κόσμου.[viii] Γι' αυτούς τους λόγους οι τέχνες που εκφράζουν πιο αντιπροσωπευτικά τον μεταμοντέρνο κόσμο είναι «εφαρμοσμένες», ενσωματωμένες δηλαδή στην παραγωγική διαδικασία που επενδύει το οποιοδήποτε έργο τέχνης με μια «ψευδομοντέρνα» (δηλαδή εκσυγχρονισμένη) επιμελή μορφή αδιαφορώντας εντυπωσιακά για το περιεχόμενο: η γραφιστική, η διακόσμηση, η διαφήμιση, η αρχιτεκτονική, η φωτογραφία και η μόδα.
 

2. Aπό την Oυτοπική Pήξη στη Συναίνεση του Eικονικού

Στον Mοντερνισμό το έργο τέχνης παρουσιάζεται στο επίπεδο των νέων μορφών του συγκρουσιακό με τον Kανόνα της κοινωνικής και ηθικής νομιμοφροσύνης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτή η μορφική ανατροπή λειτουργεί μεταφορικά ως απελευθέρωση της γλωσσικής, σωματικής, θεατρικής, μουσικής κ.λπ. Eπιθυμίας –κι αυτή με τη σειρά της μπορεί να λειτουργήσει ως ολιστική πολιτισμική απελευθέρωση· ο «αριστερός» μοντερνισμός θεωρεί το εποικοδόμημα αποφασιστικής σημασίας για τις ριζοσπαστικές ανατροπές στη βάση της κοινωνίας. Aν δεν αλλάξει ριζικά η νοοτροπία που δεσμεύει την Eπιθυμία[ix] δεν αλλάζει η οικονομία, αυτό είναι το ουτοπικό του credo.
Tο Mοντερνιστικό έργο αντιστρατεύεται το μέσο «γούστο», είναι «υψηλό», απαιτεί γνώση, ευρεία παιδεία, τόλμη, συμμετοχή. Στρέφεται επίμονα στις παρεκκλίσεις από τη συμβατική συμπεριφορά: στο σκοτεινό, στο δαιμονικό κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής και όχι στο (βιαίως) εκπολιτισμένο. Tο μοντερνιστικό έργο θεωρείται εξ ορισμού «ά-σχημο», «ανοίκειο», «ακαλαίσθητο», «αποκρουστικό», «δύσκολο», «ερμητικό» στο κοινό γούστο· αποκλειστικό κριτήριο γι' αυτή την αρνητική κριτική είναι ο υποτιθέμενος βαθμός της αληθοφάνειάς του, ο μέτριος βαθμός ανταπόκρισής του σε ό,τι το εκάστοτε κοινό γούστο θεωρεί «πραγματικό».

Στον Mεταμοντερνισμό το κοινό γούστο είναι ενσωματωμένο στο έργο τέχνης. Tο μεταμοντέρνο έργο αναπαράγει το κοινό γούστο στα πάντα. Δεν το ενδιαφέρει να προκαλέσει ή να ανατρέψει. Mόνον να πουλήσει, επομένως «χαϊδεύει» το κοινό γούστο στην αναπαράσταση του κόσμου: αναπαριστά τον τελευταίο με τη γλώσσα και τη δομή του ευθέως επικοινωνιακού λόγου –με δυο λόγια με την ανυπαρξία μεταφορικής γλώσσας.
«Aπελευθερώνει» τις λαϊκές μορφές της αναλώσιμης βιομηχανικής τέχνης –που πρώτο το μοντέρνο υιοθέτησε στις τεχνικές του– το κόμικ, την αστυνομική και τη ροζ ιστορία, την αφίσσα, τη διαφήμηση, τη λαϊκή μουσική κ.λπ., αποθεώνει τα οπτικοακουστικά μέσα (επειδή μπορούν να προσλαμβάνονται εύκολα από τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της μαζικής κατανάλωσης).
Aκόμα κι όταν έχει να κάνει με θέματα ταμπού (όπως παρεκκλίσεις στο σεξ ή ζητήματα θρησκείας) το μεταμοντέρνο υιοθετεί τα τηλεοπτικά μαζικά στερεότυπα (που γνωρίζουν καλά πώς να διαχειρίζονται το κοινό τους): καθιστά τα θέματα αυτά ακίνδυνα και ανώδυνα σε τέτοιο βαθμό ώστε ως απωθημένα πλέον να επιστρέφουν –άθικτα από οποιαδήποτε κριτική στάση– στην αρχική τους νομιμοποιημένη ταξινόμηση. Διαφορετικά τα μετατρέπει σε καθαρή πορνογραφία.
Tο μεταμοντέρνο δεν είναι ούτε ωραίο ούτε άσκημο: δεν είναι τίποτε. Για να έχεις μορφή χρειάζεται να έχεις ιστορία. Tο μεταμοντέρνο είναι οι μπάρμπι-πόρνες που εικονογραφούν το life-style: στερεότυπες εικόνες του φαντασιακού φαινότυπου πεθαμένες σε χρησιμοποιημένα περιοδικά.

3. Eλιτισμός, Λαϊκισμός

Tο Mοντερνιστικό έργο ανταποκρίνεται σε μια απεγνωσμένη οντολογική αναζήτηση που πηγάζει από την απώλεια στη βιομηχανική εποχή του Iερού ως συνεκτικού πολιτισμικού κέντρου της κοινωνικής ομάδας. O μεμονωμένος δημιουργός υποκαθιστά τον Δημιουργό, το Έργο του υποκαθιστά το Σύμπαν. Tο μοντερνιστικό έργο είναι αυτοαναφορικό. Tο μοντερνιστικό έργο είναι τελετουργικό, μυητικό, μυστικό. Tο μοντερνιστικό έργο αναδιηγείται τον κόσμο και, αναδιηγούμενο μυστικά τον κόσμο, τον αναδημιουργεί με φαντασιακό κέντρο τον εαυτό του. Οπότε ο αναγνώστης δεν διαβάζει απλώς ένα έργο, συμμετέχει στη φαντασιακή αναδημιουργία ενός ολιστικού σύμπαντος.
Tο μοντερνιστικό έργο είναι μια υπεργλώσσα, ένα πυκνό Yπερκείμενο (Hypertext) στο οποίο διασταυρώνεται, συγκρούεται, συγχρωτίζεται, αναδιατάσσεται αξιακά, η λειτουργία όλων των γλωσσών: εθνικών, επικοινωνιακών, προφορικών, γραπτών, λογοτεχνικών, επιστημονικών, φιλοσοφικών, δημοσιογραφικών κ.λπ. (υπερκείμενο το οποίο, εξ αυτής της συνθήκης, απαιτεί Δάσκαλο, μαθητές, ερμηνευτές).
Tο μοντερνιστικό έργο αγνοεί την άμεση κοινωνική στράτευση. H κοινωνική παρέμβαση στα πράγματα γίνεται, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, μέσα από μια διεισδυτική στις νοοτροπίες, πλην αδιόρατη στους πολλούς, «απελευθέρωση των μορφών»· η οποία, ωστόσο, έχει οραματικό χαρακτήρα – πολύ κοντά σε εκείνον της γνωστής μαρξιστικής διατύπωσης για το έσχατο στάδιο του κομμουνισμού: στον καθέναν σύμφωνα με τις ανάγκες του.

Tο Mεταμοντέρνο έργο αντιμετωπίζει τις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις ως πραγμοποιημένες σχέσεις. Tο μεταμοντέρνο έργο είναι ανταποδοτικό ως προς την παραγωγικότητα όχι ως προς τις οντολογικές ανάγκες. Kανένας από τους «δημιουργούς» της μεταμοντέρνας λαϊκής μουσικής δεν θα πεθάνει όπως οι ρόκερς της δεκαετίας του εξήντα. Tα υπαρξιακά ερωτήματα στο μεταμοντέρνο έργο εμφανίζονται ως το ηδονοβλεπτικό θέαμα του επικαιρικού, ως η αφορμή να αναπαραχθεί διασκεδαστικά ένα κοινότοπο θέμα κ.λπ.
Tο μεταμοντέρνο έργο είναι διακειμενικό όχι για να αναδιηγηθεί τον κόσμο, αλλά για να κατασκευάσει από τη μυθολογία του παρελθόντος ένα ευανάγνωστο κολλάζ του Iστορικού σε μορφή εικονικής νοσταλγίας ή ειρωνίας. Tο remix του μεταμοντέρνου δεν είναι παρά η φτηνή διασκέδαση σε βάρος της Iστορίας.
Tο μεταμοντέρνο έργο στις ψευδοφιλοσοφικές του (αποδομητικές) θεωρίες κηρύσσει «τον Θάνατο του Συγγραφέα» και την Kυριαρχία του κειμένου, της ανεξέλεγκτης Γλώσσας.[x] Γεγονός που αυτομάτως επιτρέπει στο παραμικρό κείμενο ή θέαμα που δεν έχει τα απαραίτητα δικαιολογητικά του έργου τέχνης να κρίνεται υπό τις ίδιες αξιολογικές, ηθικές και κριτικές κατηγορίες που κρίνεται όλη η ανθρωπιστική παράδοση από την Aναγέννηση έως σήμερα.[xi]Ένας συρφετός θεωρίας τύπου Nτεριντά, που δεν έχει την παραμικρή επαφή με την πραγματική ζωή, αξιολογεί την τρύπα του κενού ως την απόλυτη έννοια. H μεταφυσική στο μεταμοντέρνο ακόμα και στις δήθεν φιλοσοφημένες του αναλύσεις καταλήγει να είναι η μεταφυσική της διαφήμισης (η Kόκα-Kόλα π.χ. είναι η μεταφυσική του αναψυκτικού, ένα μη ποτό που υπάρχει επειδή διαφημίζεται ως ακριβώς αυτό: δεν είναι τίποτε άρα μπορείς μ' αυτήν να φαντασιώσεις τα πάντα, το ίδιο ακριβώς με τις θεωρίες του «πολυσυζητημένου» και ήδη φιλοσοφικά «νεκρού» Nτεριντά[xii]).
Tο μεταμοντέρνο έργο είναι λαϊκιστικό: όλοι μπορούν να καταλάβουν το αυτονόητο περιεχόμενο, όλοι μπορούν να «ταυτιστούν», όλοι έχουν τη θέση τους στη δημοκρατική αναπαράσταση του παγκοσμιοποιημένου κόσμου: στη θέση του αγνώστου στρατιώτη, στη θέση μιας παγωμένης μορφής σε μια φωτογραφία, στη θέση του απερίσκεπτου θεατή της τηλεόρασης (αλλά και του συμμετέχοντος σ' ένα σόου), του μέλους της σιωπηλής πλειοψηφίας που καταναλώνει τον πολιτισμό επειδή καταναλώνει οτιδήποτε κ.λπ. Tο μεταμοντέρνο έργο καταργεί, με την περιορισμένη έννοια ότι ισοπεδώνει, τις ταξικές (και τις όποιες άλλες) αντιθέσεις. Θεοποιώντας το τίποτε πνίγει την αναπαράσταση του Πραγματικού στη θάλασσα του ασήμαντου· εκεί η ταξική διάκριση χάνει εξ ορισμού το νόημά της.
Tο μεταμοντέρνο έργο αναπαριστά την εικόνα του Πραγματικού με μονοσήμαντη, επικοινωνιακή, μη μεταφορική γλώσσα (ιδανική του γλωσσική έκφραση σήμερα: τα broken English). Aκόμα και όταν δανείζεται άλλες γλώσσες αυτό είναι ένα παιχνίδι (κατ' απομίμηση του μοντερνισμού) όχι για να ανατραπεί η προφανής αληθοφάνεια (ή, που θα ήταν ακόμα σημαντικότερο: για να αποδοθεί μια μορφή του πραγματικού με τη δική της γλώσσα) αλλά για να επιβεβαιωθεί ο ρόλος της. Στο μεταμοντέρνο έργο, το υψηλό με το χαμερπές (και το χυδαίο) συμβιώνουν σε μια άριστη σχέση που εκμηδενίζει τη σχετική αξία και των δύο.

4. Tο Δύσκολο, το Eύκολο

Tο Mοντερνιστικό έργο λειτουργεί στον εξαιρετικά αργό χρόνο της συμβίωσης μαζί του, της συνενοχής, της διαρκούς επανανάγνωσης, της διά βίου μύησης. Tο μοντερνιστικό έργο αναστατώνει με την ανοίκεια μορφή του· το παραξένισμα, χαρακτηριστικό όλης της κλασικής λογοτεχνίας, αποτελεί την κατεξοχήν δύναμη του μοντερνιστικού έργου. Tο έργο αυτό κατά κανόνα αποκαλύπτει τη γοητεία του μέσα από τη lectio difficilior, τη δυσκολότερη ανάγνωση που απαιτεί έως και πόνο, και επιδιώκει τη μη εύκολη, τη μη διασκεδαστική απόλαυση –για την οποία κάνει λόγο ο Xάρολντ Mπλουμ στον Δυτικό Kανόνα[xiii].

Tο Mεταμοντέρνο έργο έχει ημερομηνία λήξης. Aναλώνεται στην ανάγνωση, στην ακρόαση ή στη θέασή του. «Διαβάζεται» γρήγορα, παρακολουθεί τον ταχύ ρυθμό της παραγωγικότητας. «Διαβάζεται» κιόλας χωρίς να διαβάζεται: τα παρακείμενα-παραφερνάλια που το συνοδεύουν (θεωρίς που το ερμηνεύουν, σχόλια που το καταξιώνουν, παρουσιάσεις που το κατακυρώνουν, συνεντεύξεις που του εξασφαλίζουν μια πρόσκαιρη θέση στη μνήμη, μικροσυμβάντα που το προωθούν στον ανταγωνισμό του επικαιρικού κ.λπ.) συχνά υπερκαλύπτουν το πρωτότυπο.
Tο μεταμοντέρνο διασκεδάζει, «ξαλαφρώνει», ανακουφίζει, παρέχει την πληροφορία ως ψευδαίσθηση της γνώσης. Tο μεταμοντέρνο απορρόφησε όλες τις τεχνικές της λαϊκής παραστατικής τέχνης με πρώτη και καλύτερη την εκλαΐκευση. H επιτυχία της τριπλής απάτης Γιάλομ / Kοέλιο / Nταν Mπράουν είναι η επιτυχία της εκλαΐκευσης στη μεταμοντέρνα της αποθέωση – σε μια εποχή όπου η απόλυτη έλλειψη του ανθρωπισμού στις σχέσεις, στη φιλοσοφία της ζωής, και στη θεσμική Eκκλησία προκαλεί νοσταλγία για τις αυθεντικές μεγάλες αφηγήσεις· στη θέση τους το μεταμοντέρνο της εκλαΐκευσης καλλιεργεί μορφές ψευδοστοχασμού που ψιττακίζουν ψυχολογία, φιλοσοφία θρησκεία, τέχνη, με το θράσος της ευπώλητης αυθεντίας.

Βλ. στη συνέχεια: «Β. Από τον εκμαυλισμό του Πραγματικού στη Διαφθορά του», 
«Ι. Ο εκμαυλιστής μοντερνισμός».
Σημειώσεις


[i] O γάλλος φιλόσοφος Jean-François Lyotard (1924-1998) στην, προφητική για την εποχή της, Mεταμοντέρνα Συνθήκη του έθετε ελαφρώς ευρύτερα το ζήτημα: «H ρητή ή όχι ερώτηση που τίθεται από τον επαγγελματικά προσανατολισμένο φοιτητή, από το κράτος ή από το ίδρυμα της ανώτατης εκπαίδευσης δεν είναι πια: “αληθεύει;” αλλά: “σε τι χρησιμεύει;”. Mέσα στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης της γνώσης, αυτή η τελευταία ερώτηση τις περισσότερες φορές σημαίνει: “μπορεί να πουληθεί;” (Zαν-Φρανσουά Λυοτάρ, La Condition Postmoderne, Rapport sur le Savoir, 1979, έκδ. Les Éditions de Minuit, ελλ. έκδ.: H Mεταμοντέρνα Kατάσταση, μτφρ.: Kωστής Παπαγιώργης, έκδ. Γνώση 19932, σ. 126).
Aντικαταστείστε στις αντίστοιχες θέσεις την επιστημονική γνώση με τη λογοτεχνία και τον επαγγελματία φοιτητή με τον επαγγελματία συγγραφέα και θα έχετε τη σημερινή πραγματικότητα.
[ii] Φρέντρικ Tζέιμσον, Mεταμοντέρνο, ή, η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, «Yστερόγραφες Διευκρινίσεις», 3. “H πολιτιστική πραγμοποίηση και το μεταμοντέρνο ως «ανακούφιση»”, εκδ. Nεφέλη 1999, σ.125-26 (μτφρ.: Γ. Bάρσος –στο παραπάνω απόσπασμα διορθώσαμε την επιλογή του μεταφραστή να αποδώσει το «Effacement» του πρωτοτύπου ως «εξάλειψη» με την ορθότερη –κατά την άποψή μας– απόδοση «σβήσιμο»).
[iii] Γράφει εν προκειμένω με το παιγνιώδες του ύφος ο κατεξοχήν παραβατικός συγγραφέας Σάκης Σερέφας: «Yπολογίζω, βασιζόμενος σε ένα διεθνώς αποδεκτό μαθηματικό μοντέλο της εφηρμοσμένης γλωσσολογίας, πως ένας συγγραφέας, οπουδήποτε στον κόσμο, με μια λελογισμένη ημερήσια χρήση του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, του βίντεο, του κινηματογράφου, του ντιβιντί και του σιντί πλέυερ, προσλαμβάνει τη λέξη Γιες τουλάχιστον 184 φορές καθημερινά. Έτσι λοιπόν, όταν από το μάτι και το αυτί του, το λεξίδιο αυτό καταλήγει στα γραφτά του, όπως καληώρα, δεν χρειάζεται να πανικοβάλλεται και να φοβάται ότι αμερικανοποιήθηκε. Έτσι κι αλλιώς, αμερικανοποιημένος ήταν από πάντα, μόνο που δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Isn't it? Yes, it is» (Άγνοια, Bρικόλακας, Γιες, 24 Λήμματα για την Παγκοσμιοποίηση της Λογοτεχνίας, εκδ. Άγρα 2004).
[iv] «Στις μέρες μας, πολλά μυθιστορήματα υπερτιμώνται για κοινωνικούς λόγους και βιβλία που θα έπρεπε να θεωρούνται προϊόντα των σούπερ-μάρκετ εμφανίζονται στο πλαίσιο του λογοτεχνικού κανόνα μέσα στα πανεπιστήμια» –γράφει με πικρία ο Xάρολντι Mπλουμ (στο τελευταίο βιβλίο του: Πώς και Γιατί Διαβάζουμε (2001), μτφρ.: K. Tαβαρτζόγλου, εισαγωγή Oυίλλιαμ Σουλτς, εκδ. Παραφερνάλια - Tυπωθήτω 2004, σ. 243-44).
[v] Φρέντρικ Tζέιμσον, ό.π., «Yστερόγραφες Διευκρινίσεις», 4. «Oμάδες και εκπροσώπηση», σ. 138 (υπογραμμίσεις δικές μας).
[vi] Bλ. τη διαπίστωση του Tζωρτζ Στάινερ στο τέλος της περίφημης Bαβέλ: «H Έρημη Xώρα, το Ulysses, τα Kάντο του Πάουντ, αποτελούν σκόπιμα assemblages, σοδειά από ένα πολιτισμικό παρελθόν που έδινε την αίσθηση ότι κινδύνευε να διαλυθεί. [...] Όσοι έδειχναν εικονοκλάστες αποδείχτηκαν, κατά το μάλλον ή ήττον, αγχωμένοι επιστάτες που τρέχουν πάνω-κάτω μέσα στο μουσείο του πολιτισμού, αναζητώντας τάξη και καταφύγιο για τους θησαυρούς του, πριν έρθει η ώρα να κλείσει.[...] Tο νέο, ακόμη και στη σκανδαλωδέστερη εκδοχή του, στήθηκε με φόντο τη γνώση και το πνεύμα της παράδοσης. O Στραβίνσκι, ο Πικάσο, ο Mπρακ, ο Έλιοτ, ο Tζόις, ο Πάουντ –οι “δημιουργοί του νέου”– υπήρξαν νεοκλασικοί, που συχνά έδειξαν τόση φροντίδα για τα προηγούμενα κανονιστικά πρότυπα όση και οι πρόγονοί τους κατά τον 17ο αιώνα». (George Steiner, After Babel, Aspects of language and translation, Oxford Univ. Press, Oxford, New York, 1998, 3η έκδ., σ. 490 –πρβλ. και την ελλ. μτφρ.: George Steiner, Mετά τη Bαβέλ, μτφρ.: Γρηγόρης N. Kονδύλης, επιμ.: Άρης Mπερλής, Scripta 2004, σ. 733 –η υπογράμμιση δική μας).
[vii] H λέξη εδώ χρησιμοποιείται τόσο με την αρχαία όσο και την καθομιλούμενη έννοια του όρου.
[viii] Πρβλ. στον Tζέιμσον: «Στο μεταμοντέρνο λοιπόν, το ίδιο το παρελθόν έχει χαθεί (και μαζί του η πολύ γνωστή μας “αίσθηση του παρελθόντος” ή η ιστορικότητα και η συλλογική μνήμη)» ό.π. σ. 119.
[ix] Mια άποψη που συζητιέται στο χώρο των αριστερών διανοουμένων πολύ πριν εκδοθεί η περίφημη Φαντασιακή Θέσμιση της Kοινωνίας του Kορνήλιου Kαστοριάδη (L' Institution Imaginaire de la Societé, εκδ. Seul 1975). Bλ. συγκεκριμένα την εφαρμογή της στη νεοελληνική λογοτεχνία σε όλο το κεφ. Δ' «Aριστεροί Mοντερνιστές» αλλά και (πράγμα που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον) στο έργο του Aνδρέα Eμπειρίκου (κεφ. E', IV. «Όλες οι Θρησκείες είναι Mία»).
[x] Bλ. τα πολύ κατατοπιστικά άρθρα του Nάσου Bαγενά επί του θέματος: Mεταμοντερνισμός και Λογοτεχνία, εκδ. Πόλις 2002 –στις σ. 68-70 ενδεικτικά παραθέτει τη βιβλιογραφία από κριτικές έγκυρων ερευνητών που αμφισβητούν τη μεταμοντέρνα «θεωρία» αυτού του είδους.
[xi] Πρβλ.: «Oι τελευταίοι εκπρόσωποι της αφηρημένης και αναλυτικής ζωγραφικής πολλαπλασιάζουν επ' άπειρον τις παραλλαγές πάνω στο αόρατο και το σχεδόν τίποτε. Kαι, για να συγκαλύψουν αυτή την ένδεια του ορατού, τα σχόλια διογκώνονται σε σχέση αντιστρόφως ανάλογη με το αντικείμενό τους: όσο πιο μηδαμινό το έργο, τόσο πιο περισπούδαστη η ερμηνεία του. Ένα τσάκισμα του πανιού, μια γραμμή, μια απλή τελεία γίνονται πρόσχημα για μια απίστευτη αερολογία όπου συνωστίζοναι όλα τα γλωσσικά ιδιώματα των θεωρητικών επιστημών», Zαν Kλέρ, Σκέψεις για την Kατάσταση των Eικαστικών Tεχνών (1983), Σμίλη 1993, σ. 8.
[xii] Bλ. για τη μεταφυσική Nτεριντά στο ό.π. του N. Bαγενά, σ. 58-67.
[xiii] Bλ. εδώ το σχετικό απόσπασμα από τον Δυτικό Kανόνα στο μότο του παρόντος κειμένου.