Ξαναείδα χθες βράδυ μια εμβληματική ταινία του Γκοντάρ που προβλήθηκε για πρώτη φορά ακριβώς πριν πενήντα χρόνια, το 1963: Le Mépris, (Η περιφρόνηση).
Με τέτοιες ταινίες, με παρόμοια έργα, καταλαβαίνεις πόσο έχει γεράσει
ανεπανόρθωτα το σινεμά, το χολυγουντιανής έμπνευσης σινεμά· πόσο κοντά
είναι στον θάνατο, δείγμα ενός παρηκμασμένου πολιτισμού επίσης
ανεπανόρθωτα γερασμένου και στους υπόλοιπους τομείς.
Στη δεκαετία
εκείνη το ευρωπαϊκό σινεμά της νουβέλ βαγκ αναρωτιόταν για τον
πραγματικό του ρόλο, τόσο στο επίπεδο της τέχνης όσο και της κοινωνίας.
Το κυριότερο όμως είναι ότι εκείνο το ευρωπαϊκό σινεμά προερχόταν από
καλλιεργημένους ανθρώπους και με τον τρόπο του επεδίωκε, μεταξύ των
άλλων, να αυξήσει το κοινό των καλλιεργημένων θεατών.
Αναρωτιέμαι
πόσο το κακομαθημένο κοινό των σημερινών ταινιών και κυρίως των ταινιών
που κακοχωνεύει μέσα από την τηλεόραση (στην πλειονότητά τους
φτηνιάρικες αμερικάνικες παραγωγές) είναι σε θέση να διαβάσει / να
απολαύσει αυτή την καθόλα διδακτική ταινία. Αλλά σκέφτομαι: πώς να
διαβάσεις ένα παλιότερο έργο, όσο σημαντικό κι αν σου το συστήνουν, άμα
περιφρονείς τα γενικότερα συμφραζόμενα της κουλτούρας όπου εντάσσεται,
άμα είσαι οπαδός του fast food - fast read - fast fuck;
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σ' αυτή την ταινία:
1. Τη λογική του «έργου μέσα στο έργο»,
όπου αυτό που βλέπεις είναι αφενός η απελπισμένη προσπάθεια της
απονευρωμένης πια βιομηχανίας του Χόλυγουντ να ξανακάνει επικές ταινίες
(εδώ η απόπειρα αφορά την Οδύσσεια – και μάλιστα από έναν
σπουδαίο σκηνοθέτη που το Χόλιγουντ έχει αλλοτριώσει, τον Φριτζ Λανγκ)
και αφετέρου η ίδια ταινία ως work in progress.
2. Την απίστευτη και έντεχνα ενσωματωμένη διακειμενικότητα / διαφιλμικότητα
του έργου που εντάσσει τον θεατή μέσα στα συμφραζόμενα μιας ορισμένης
ανθρωπιστικής παράδοσης – αλλά με φρέσκια, ανατρεπτική ματιά: πέρα από
τις καθαρά λογοτεχνικές αναφορές (συζητήσεις γύρω από την ερμηνεία της Οδύσσειας,
αναφορές στον Δάντη, τον Μπρεχτ, τον Χέλντερλιν) οι παραπομπές στην
ιστορία του κιν/φου είναι διαρκείς: Ένα μέρος της ταινίας συμβαίνει στα
εγκαταλελειμμένα στούντιο της Cinecitta (στους τοίχους εμφανείς αφίσες
από το Ψυχώ, το Hatari του Χάουαρντ Χοκς, το περίφημο Viaggio in Italia του Ρομπέρτο Ροσελίνι – που ο μύθος του είναι συγγενικός με αυτόν της Περιφρόνησης). Ο Πολ (Μισέλ Πικολί) συγκρίνει τον εαυτό του με τον Ντιν Μάρτιν στο Some Came Running του Βινσέντε Μινέλι ενώ κάποια στιγμή συζητά με τον ίδιο τον Φριτζ Λανγκ (!!!) για το περίφημο M αλλά και το γουέστερν του ίδιου Rancho Notorious, όπου
πρωταγωνιστεί η Μάρλεν Ντίντριχ. Aκόμα και ο δεύτερος ρόλος της Giorgia
Moll ως μεταφράστριας δεν είναι τυχαίος: αποδίδει φόρο τιμής στον
Τζόζεφ Μάνκιεβιτς (και συγκεκριμένα στο έργο του The Quiet American, έργο που προφανώς θαύμαζε ο Γκοντάρ κι όπου εκείνη πρωταγωνιστούσε).
3. Την εξαιρετική ματιά που, στην κυριολεξία, γδύνει τα στερεότυπα
από τον μανδύα των φαντασιωτικών ψευδαισθήσεων της κοινωνίας-θεάματος
και τα φέρνει στο ανθρώπινο μέτρο: Αυτόν τον Τζακ Πάλανς πουθενά δεν θα
τον ξαναδούμε έτσι στριμωγμένο, ούτε αυτόν τον καταπτοημένο, κουρασμένο
από την Αμερική Φριτζ Λανγκ. Όσο για την Μπριζίτ Μπαρντό, ο Γκοντάρ
κατάφερε το αδύνατο: γδύνοντάς την από τα ρούχα της (όπως προφανώς
απαιτούσε η παραγωγή, βλ. εδώ αφίσα της ταινίας εντελώς αντίθετη
με το πνεύμα της) να τη γδύσει και από τους στερεότυπους χαζορόλους
της. Ούτε εκείνη θα την ξαναδεί ποτέ ο θεατής ως ταπεινή γυναικούλα που,
ως συμβολική Πηνελόπη επίσης, αναπτύσσει ισχυρότερη αισθηματική
αντίληψη των πραγμάτων από τον άκαμπτο, άψυχο, άνευρο
εκτελεστή-Οδυσσέα/Πολ.
4. Το τολμηρό εικαστικό παιχνίδι με τα χρώματα (κόκκινο, κίτρινο, μπλε) που κρατά γοητευτικά το τέμπο στην ακολουθία της δράσης και που σφραγίζει δραματικά, από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή, την εντύπωση του έργου, τη μνήμη όταν το ανακαλείς, την ατμόσφαιρά του.
5.
Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό με τα προηγούμενα, αυτή η κλιμάκωση του
δεύτερου μέρους της ταινίας που έχει στο κέντρο της την περίφημη βίλα
Μαλαπάρτε στο Κάπρι, την χτισμένη στην άκρη του βράχου (αυτή η βίλα με
την ανεμπόδιστη θέα που έχει στο πέλαγος πάντα μου φέρνει στο νου την
αντίστοιχη θέα από την ακρόπολη της Λίνδου στη Ρόδο). Καλύτερη ερμηνεία
του αρχαίου κόσμου, ταυτόχρονα κλασική και «μοντέρνα» δεν έχουμε δει στο
σινεμά. Ανυψώνοντας τη μυθική βίλα Μαλαπάρτε σε θέση πρωταγωνιστή,
φροντίζοντας να την προβάλλει προκλητικά από κάθε πλευρά,
ανεβοκατεβάζοντας τους ήρωες επάνω ως μικρά ανθρωπάκια, προεκτείνοντας
συνεχώς τη ματιά στην απέραντη θάλασσα, αναδεικνύοντας τη θανάσιμη
διαπλοκή των στοιχείων, πραγματικά ο Γκοντάρ κατάφερε εδώ να δώσει μια
ομηρική διάσταση στο ταπεινό, μίζερο έπος των ηρώων του, κατά τον τρόπο
του Τζόις (όσον αφορά την ιστορία του Λίοπολντ και της Μόλι Μπλουμ).
Θα
μπορούσε κανείς να προχωρήσει και σε πολλά άλλα επίπεδα ανάγνωσης αυτής
της ταινίας. Επειδή το επιτρέπει. Επειδή δεν περιφρονεί τον παγκόσμιο
πολιτισμό που παιδί του είναι. Επειδή ανάγεται σε μια παλαιότερη
κουλτούρα και οικοδομεί πάνω σ' αυτήν, γκρεμίζοντας το φθαρμένο και
αναδεικνύοντας το κλασικό. Επειδή δεν περιφρονεί το κλασικό στη φιλόδοξη
προσπάθειά της να το ανατρέψει. Επειδή, τέλος, πενήντα χρόνια μετά,
αποτελεί κι αυτή με τη σειρά της μέρος ενός κλασικού κανόνα: αυθεντικό δείγμα της μοντερνικότητας στον κινηματογράφο.