Monday, 23 December 2013

Ο ανεύθυνος συγγραφέας


Dead author, © Aris Grandman

ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. (Θουκυδίδης, Επιτάφιος, 40).


Σε πρόσφατο άρθρο της στο διαδικτυακό περιοδικό Ο Αναγνώστης η πανεπιστημιακός Βενετία Αποστολίδου με αφορμή συνέντευξη του Τζόναθαν Κόου[1] συγκρίνει τους Βρετανούς με τους Έλληνες συγγραφείς κρίνοντας ασυμβίβαστη με τη λογοτεχνία την παράδοση που θέλει να απαιτούμε από τους συγγραφείς μας να παίρνουν θέση απέναντι στα τρέχοντα γεγονότα.
Υπάρχουν πολλές αστοχίες σε αυτό το άρθρο. Η πρώτη αγγίζει τον πραγματολογικό πυρήνα του θέματος. Δεν υπάρχει συγγραφέας στον κόσμο που να αξίζει αυτό το όνομα, και ουδέποτε υπήρξε, ο οποίος δεν πήρε θέση για το α' ή β' κοινωνικό ζήτημα της εποχής του. Οι συγγραφείς είναι οι κεραίες της εποχής τους. Κάποιες από αυτές τις κεραίες αντιδρούν έντονα, άλλες ηπιότερα, ορισμένες προς τα «δεξιά», άλλες προς τα «αριστερά», όλες όμως ανταποκρίνονται στην εποχή τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μέσα και έξω από το έργο τους.
Ειδικά ο αγγλοσαξωνικός κόσμος έχει παράδοση σ' αυτή τη συνήθεια ήδη από τα χρόνια του Σέξπιρ αλλά και των Ντάνιελ Ντιφόου, Τζόναθαν Σουίφτ, Λόρενς Στερν, περνώντας από τα χρόνια του Έλιοτ και της Γουλφ, του Όστεν, του Όργουελ, του Σο, του Ράσελ, του Πίντερ (για να αναφέρω πρόχειρα μερικά ονόματα) έως τη σύγχρονή μας γενιά των νέων αγγλοσαξώνων συγγραφέων (Ντέιβιντ Μίτσελ, Άλι Σμιθ, Tζούλιαν Γκάουφ. Οι συγγραφείς ανέκαθεν (δείτε τι γινόταν και στην αρχαία Ελλάδα) εκφράζαν το πολιτικό στίγμα της εποχής τους, με τόλμη, και συχνότατα, με πάθος.[2]
Η δεύτερη αστοχία της συγγραφέως του άρθρου, είναι επίσης αστοχία ουσίας, αφού σχετίζεται με την ίδια την έννοια της λογοτεχνίας, της τέχνης του λόγου. Το κείμενο κάνει συνεχώς λόγο για «ιστορίες», αποφεύγει συστηματικά τον όρο λογοτεχνία. Η παγκόσμια λογοτεχνία περιλαμβάνει κάποιες συναρπαστικές ιστορίες, αλλά όλες οι ιστορίες δεν είναι λογοτεχνία είναι απλώς stories, πιο σωστά, pastimes, passatempo. Oι συγγραφείς της λογοτεχνίας στέκονται πάντα με μια αίσθηση ευθύνης απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα που άπτονται του θέματός τους, οι άλλοι, αυτοί που απλώς αφηγούνται μια ιστορία «passatempo», δεν έχουν την ίδια στάση, είναι φυσικό αφού δουλειά τους είναι απλώς, όπως το θέτει ο Κόου, «να ζούνε γράφοντας ιστορίες» και τίποτε άλλο. Αλλά μην εξισώνουμε τη λογοτεχνία με τα παραμύθια επειδή αυτό φαίνεται να βολεύει τον εκ πεποιθήσεως συντηρητικό Κόου.[3] Το κυριότερο: μη βγάζουμε συμπεράσματα για τη λογοτεχνία ενώ μιλάμε για παραμύθια.
Τρίτη και σημαντικότατη αστοχία στην ανάγνωση αυτής της βρετανικής δήλωσης: δεν είμαστε Αγγλία (ούτε καν "μικρά"). Δεν έχουμε την παραμικρή σχέση με τον αγγλοσαξωνικό χώρο, τόσο ως προς την λογοτεχνική παράδοση όσο και ως προς τη σύγχρονη μεταβιομηχανική «παραγωγή λογοτεχνικών ιστοριών». Να συγκρινόμαστε, ειδικά σήμερα, με την Αγγλία είναι ως να συγκρίνουμε την αποικία με την μητρόπολη. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια ο Κούντερα έχει επαρκώς εξηγήσει το πρόβλημα των μικρών εθνών και της λογοτεχνίας τους:


Τα μικρά έθνη. Η έννοια αυτή δεν είναι ποσοτική· προσδιορίζει μια κατάσταση· ένα πεπρωμένο: τα μικρά έθνη δεν γνωρίζουν την ευφρόσυνη αίσθηση ότι υπάρχουν ανέκαθεν και για πάντα· όλα τους, σε κάποια στιγμή της ιστορίας τους, πέρασαν από τον προθάλαμο του θανάτου· αντιμέτωπα πάντοτε με την αλαζονική άγνοια των μεγάλων, βλέπουν την ύπαρξή τους να απειλείται ή να αντιμετωπίζεται αιωνίως σαν πρόβλημα· γιατί η ύπαρξή τους είναι πρόβλημα.

[…]

Όταν ο Νίτσε χτυπάει αλύπητα τον χαρακτήρα των Γερμανών, όταν ο Σταντάλ διακηρύσσει ότι προτιμάει περισσότερο την Ιταλία παρά την πατρίδα του, κανένας Γερμανός, κανένας Γάλλος δεν προσβάλλεται· αν τολμούσε να πει το ίδιο ένας Έλληνας ή ένας Τσέχος, η οικογένειά του θα τον αναθεμάτιζε σαν μισητό προδότη.[4]

Ο Κούντερα έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι τον εγκλωβισμό που υφίσταται μια λογοτεχνία σε γλώσσα μικρής διάδοσης: όλα, τα πάντα, από τους ντόπιους κριτικούς έως τους ξένους αναγνώστες, συνομωτούν σε βάρος της, πιο απλά δεν μπορούν να τη διαβάσουν παρά φυλακισμένη μέσα στο, σε διαρκή υπαρξιακή αγωνία, εθνικό μικροπλαίσιο και αυτό κάνει, με τον τρόπο της, και η συγγραφέας του άρθρου αφού από αγγλοσαξωνική απόσταση εύκολα λιθοβολεί την ελληνική συνήθεια. (Αντιθέτως, θα ήταν πολύ πιο ωφέλιμο να διαπιστώσει κανείς ποιες εντόπιες φωνές, και με ποιο τρόπο, αγωνίζονται μέσα σ' αυτό το ασφυκτικό μικροπλαίσιο να αρθρώσουν λόγο απέναντι στην πατερναλιστική αλαζονεία της λογοτεχνικής μητρόπολης).
Αυτή είναι η κατάρα κάποτε όμως και η ομορφιά της γλώσσας με μικρή διάδοση, ειδικά στους καιρούς μας: δύσκολα θα μετατραπεί σε εμπορεύσιμο εξαγώγιμο προϊόν (εκτός εάν επενδυθεί με φολκλορικό βλ. περίπτωση Καζαντζάκη ή άλλου τύπου πολιτισμικό μανδύα, βλ. περίπτωση Καβάφη) και άρα, σε αναλώσιμο προϊόν, δηλαδή σε ιστορίες που, όπως γράφει πάλι ο Κούντερα, είναι κατά κανόνα parfaitement consommables le matin parfaitement jettables le soir[5]. Η λογοτεχνική κληρονομιά αυτής της γλώσσας θα υπάρχει πάντα ως πολύτιμος λίθος για όποιον διασταυρωθεί μαζί της.

Αν επομένως, δίχως μικρομεγαλισμούς και συγκρίσεις με την καπιταλιστική μητρόπολη, αποδεχτούμε την ταυτότητά μας ως αυτή που είναι, δηλαδή εν διαρκή κινδύνω, εκ των πραγμάτων θα αποδεχτούμε και τον ρόλο που αναλαμβάνει ο συγγραφέας της λογοτεχνίας: έναν ρόλο όχι απλώς παραμυθά αλλά ρόλο ευθύνης ως προς τα παραμύθια που κατά κόρον σερβίρονται σε έναν λαό παραμυθιασμένο από κάθε λογής ψέμα, καταπτοημένο από κάθε είδους συκοφαντία και βαθιά ντροπιασμένο από τα διαδοχικά χαστούκια που του ρίχνουν για να τον φέρουν αιωνίως στο «ύψος της πολιτισμένης Ευρώπης».
Και ναι, έχουμε περισσότερο από ποτέ ανάγκη συγγραφείς όπως ο Αναγνωστάκης, ο Τσίρκας, ο Αλεξάνδρου, ο Χατζής. Κι αν άλλαξαν, όπως η Βενετία Αποστολίδου υποστηρίζει ως τετελεσμένο γεγονός, οι «συνθήκες παραγωγής των ιστοριών», οι συγγραφείς που ακόμα τολμούν να γράφουν λογοτεχνία και όχι ιστοριούλες, οι συγγραφείς που δεν νοιάζονται μόνον να παραμυθιάζουν ή να διασκεδάζουν τις αγωνίες του κόσμου, είναι και θα είναι πάντα σε θέση να ανατρέπουν αυτές τις συνθήκες. Αυτό είναι άλλωστε που κάνει τη δουλειά τους ακόμα πιο συναρπαστική και γοητευτική, πάντα την έκανε.


[1] Ο Τζόναθαν Κόου, σε συνέντευξη που έδωσε στη Μαριλένα Αστραπέλλου (Το Βήμα, 1/12/13) με την αφορμή της πρόσφατης επίσκεψής του στην Ελλάδα, είπε: «Γιατί να ρωτήσεις έναν συγγραφέα, κάποιον που ζει επινοώντας ιστορίες, για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, περιμένοντας από αυτόν να διατυπώσει μια λύση; Εάν ήμασταν ικανοί να επιλύσουμε προβλήματα πολιτικής φύσεως, θα ήταν πολύ ανεύθυνο από μέρους μας να σπαταλάμε όλον αυτόν τον χρόνο γράφοντας ιστορίες. Μάλλον θα έπρεπε να βρισκόμαστε στο Κοινοβούλιο ή να κατέχουμε κάποιο δημόσιο αξίωμα».
[2] Εξυπακούεται ότι εδώ κάνουμε λόγο για πολιτική στάση των συγγραφέων, με την ουσιαστική έννοια του όρου, όχι για μικροπολιτικές ή κομματικές εκδηλώσεις.
[3] Αφήστε που, όταν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, προσθέτοντας μάλιστα, ότι η πολιτική αφορά αποκλειστικά τους πολιτικούς, ουσιαστικά, παίρνει μια σαφέστατη και γνωστότατη πολιτική θέση: οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες γενικώς, είναι απλώς διασκεδαστές, αφήστε τους να κάνουν τη δουλειά που ξέρουν. Το ίδιο ισχύει και για τους υδραυλικούς, για τους φουρνάρηδες κ.ο.κ. Τελικό συμπέρασμα: αφού η πολιτική δεν αποτελεί ευθύνη των πολιτών παρά μόνο των πολιτικών, μην αντιδράτε, μην διαμαρτύρεστε κλπ. κλπ.!
[4] Μίλαν Κούντερα, Οι προδομένες διαθήκες, μτφρ.: Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1995, σ. 212-13.
[5] «Τις καταναλώνεις θαυμάσια το πρωί και τις πετάς θαυμάσια τό βράδυ», Οι προδομένες διαθήκες, op. cit., σ. 27.