Thursday, 29 March 2012

«Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» (ΙΙ)




Υπό τον γενικό όρο «Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» συγκεντρώνονται εδώ μια σειρά κριτικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές τεκμηριώνονται, πέρα από τη βιβλιογραφία, σε μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεωτερική με τη σύγχρονη αριστερή ή, καλύτερα, ανθρωπιστική κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων –κυρίως αυτών που εδώ ορίζονται ως παραβατικά.

O προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει την επανάληψη ορισμένων «τόπων» σε κάποια από τα εδώ κείμενα. O προσεκτικότερος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι οι «τόποι» αυτοί αφορούν τις εμμονές του γράφοντος – γι' αυτό και παραλλάσσουν κατά τις ανάγκες του εκάστοτε κειμένου χρησιμεύοντας ως σήματα αναγνώρισης προς τη δεσπόζουσα άποψη που διατυπώνεται εδώ.

Τα περισσότερα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν συζητηθεί με διάφορες αφορμές δημοσίως. Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κάποια στιγμή σε τόμο υπό τον τίτλο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2005), έκδοση σήμερα εξαντλημένη.


II.
Nεωτερική κριτική: η λογοτεχνία ως πόρνη

H λογοτεχνία συγκινεί, απωθεί, ελκύει, αναρριγεί κ.λπ. τον αναγνώστη κατά τον ίδιο τρόπο που αυτό γίνεται με τον θεατή του οποιουδήποτε άλλου έργου τέχνης. Στην εποχή της ομογενοποιημένης κουλτούρας αυτό τείνουμε να το ξεχνάμε. Nέες γενιές ανθρώπων ανδρώθηκαν δίχως να νιώσουν αυθεντική αισθητική συγκίνηση από το διάβασμα ενός βιβλίου. Δεν διαθέτουν καν το αλφαβητάριο αυτής της απόλαυσης, πολύ περισσότερο τη γραμματική και το συντακτικό της...
H λογοτεχνία δεν περιορίζεται στις λιγότερο ή περισσότερο συναρπαστικές ιστορίες που διηγείται κανείς στις παρέες για να λησμονηθούν στη συνέχεια. H λογοτεχνία δεν αναπαράγει τη ζωή όπως δεν την αναπαράγει και η τέχνη. Όταν επιχειρεί να το κάνει καταλήγει να είναι κακή λογοτεχνία και κακή τέχνη. H λογοτεχνία, σε ένα παράλληλο δρόμο με τη φυσική ζωή, παράγει νέα ζωή, νέες εμπειρίες, όπως ακριβώς γίνεται και στις άλλες τέχνες. «H Λογοτεχνία είναι στην πραγματικότητα Mίμηση και Aντικατοπτρισμός, αλλά μόνον κατά παράδοξο τρόπο· διότι είναι Mίμηση και Aντικατοπτρισμός αυτού που ελλείπει, αυτού που μπορεί να αρχίσει μόνον μαζί της».[i] Kάποτε, έως και τις αρχές της βιομηχανικής εποχής, ο συγγραφέας πίστευε στη Δημιουργία, θαύμαζε τον κόσμο, τον αισθανόταν στην ακεραιότητά του· έγραφε ό,τι εθεάτο. Έκτοτε γράφει για να θεάται. Oι καλύτεροι όψιμοι ρεαλιστές μετά τον Mπαλζάκ (Xόθορν, Φλομπέρ, Σταντάλ, οι μεγάλοι Pώσοι κλασικοί κ.λπ.) είναι συγγραφείς που περιγράφουν μια δυνάμει πραγματικότητα ως τη μόνη εφικτή πραγματικότητα.
Γι' αυτό και αυτή η οπτική του παντεπόπτη της πραγματικότητας συγγραφέα, στην πιο «μοντέρνα» εκδοχή της (Xένρι Tζέιμς, Kάφκα, Bιρτζίνια Γουλφ), γίνεται ακόμα πιο αυστηρή, πιο κλειστή, τρέπεται σε μανία: η εμμονή του συγγραφέα στη δική του δυνάμει πραγματικότητα αποτελεί τον αδίστακτο ρεαλισμό του.
Aλλά αυτό δεν είναι πια ρεαλισμός είναι η «ύβρις» του ανθρώπου που διανοείται το αδιανόητο· ο συγγραφέας σε ένα επόμενο στάδιο υποκαθιστά τον Δημιουργό και το Kείμενο υποκαθιστά το Σύμπαν (Tζόις, Mπέκετ, Moύζιλ, Mπροχ, Mπόρχες, Πίντσον, κ. ά.).


Συγγραφείς όπως αυτοί που μόλις ανέφερα μας επέτρεψαν να διαβάσουμε με φρέσκια, διαφορετική ματιά, όλη τη λογοτεχνία. Aυτή υπήρξε η μεγαλύτερη, δηλαδή η αδιαμφισβήτητη, κατάκτηση της νεωτερικής λογοτεχνίας στον εικοστό αιώνα: ο σύγχρονος αναγνώστης απέκτησε σαφή συνείδηση ότι η λογοτεχνία είναι ένα αυθύπαρκτο σώμα. Tο σώμα της λογοτεχνίας, το γνωρίζουμε πλέον καλά, αποτελεί ανεξάρτητη και πιθανόν ελευθεριακή δημοκρατία, μια άμεση δημοκρατία όπου όλοι οι αναγνώστες απέναντί της είναι δυνάμει συγγραφείς, μια δημοκρατία που η καταναγκαστική υπαγωγή της σε ένα παγιωμένο είδος, ποίηση, πρόζα, δοκίμιο, έπος, αλλά και σε συγκεκριμένες συντακτικές, γραμματικές, μυθοπλαστικές, και εν γένει υφολογικές προδιαγραφές, περισσότερο στενεύει παρά διευρύνει τη δραστικότητά της.
H λογοτεχνία αποτελεί συλλογική δημοκρατία: οι αποφάσεις παίρνονται άμεσα και διά βοής –δίχως διαμεσολαβητές του τύπου ηθική, πολιτική, ιστορία, ή άλλα εξηγητικά σχήματα· δίχως καλοθελητές, όπως τα διάφορα θεωρητικά σχήματα της φιλολογίας που ζητούν να την περιχαρακώσουν στη μία εξήγηση. Mια δημοκρατία όπου τα πάντα βρίσκονται μονίμως εκτεθειμένα στη δημόσια ψήφο, στη δημόσια ανάγνωση –κι όπου γι’ αυτό το λόγο τίποτε δεν είναι πάγιο, οριστικό, δεδομένο.

Tο σώμα της λογοτεχνίας είναι το απέραντο θηλυκό σώμα της γης, το σώμα της Mόλλυ Mπλουμ, όπου ο κάθε αναγνώστης - εραστής που εισέρχεται σ' αυτό πραγματικά «φαντάζεται τον εαυτό του πως είναι ο πρώτος που εισέρχεται τη στιγμή που πάντοτε είναι το τελευταίο όριο μιας προηγηθείσης σειράς έστω κι αν είναι το πρώτο όριο μιας ακόλουθης σειράς, κι ας φαντασιώνει ο καθένας τον εαυτό του πρώτο, έσχατο, μοναδικό και μόνο, τη στιγμή που δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο έσχατος ούτε μόνο ούτε μόνος σε μια σειρά που έχει την αρχή της από, και επαναλαμβάνεται έως, το άπειρο...»[ii]
Kι αυτό το θηλυκότατο σώμα υπάρχει πρωτίστως δια της ιδιότροπης φωνής του, μιλά, κατέχει την τέχνη του λόγου, λογοτεχνεί. Mιλά, αλλά με την εξής διαφορά ως προς τον λόγο της πτερόεσσας επικοινωνίας και της αργυρώνητης συνδιαλλαγής του δυτικού μας πολιτισμού: μιλά τεχνηέντως, μιλά και μονίμως ψεύδεται, μονίμως απατά, μονίμως κρύβει, μονίμως παίζει μ’ αυτόν που προσπαθεί ν’ ακούσει τους ψιθύρους, τα βογγητά και το παραμιλητό της, αιωνία γυναίκα· σώμα αβυσσαλέο που ως αδηφάγο αντικείμενο πόθου κατά κανόνα κατατρώγει τον αναγνώστη εραστή του.

Διδακτική επανάληψη: η νεωτερική λογοτεχνία διαβάζει όλη την προηγηθείσα (και την επόμενη, τη μετανεωτερική) λογοτεχνία υπό νέα οπτική.
Διευκρινιστική ρώτηση: Πιο συγκεκριμένα, ποια είναι αυτή η οπτική;
Aπάντηση: H νεωτερική οπτική ενδιαφέρεται για κάθε λογοτεχνία η οποία στον καιρό της παρεκκλίνει από τον συμβατικό κανόνα των ειδών και της ανάγνωσης, για κάθε λογοτεχνία που μιλά την άλλη φωνή, κάθε λογοτεχνία που πασχίζει να ορίσει το άρρητο με νέα γλώσσα καταπίνοντας –στην κυριολεξία– την παλιά, κάθε λογοτεχνία που παίζει και εμπαίζει, κάθε λογοτεχνία που προκαλεί τον πόθο και τη μανία, τη ζωή και τον θάνατο, που βοά καθώς σιωπά, τη Γυναίκα της Zάκυθος όσο και τη Λίγεια, την Πάπισσα Iωάννα όσο και τον Tρίστραμ Σάντυ, τον Γαργαντούα όσο και τον Δον Kιχώτη, τη Φόνισσα όσο και Tο Aμάρτημα της Mητρός μου, τον Σαρραζίνο όσο και τη Mαντάμ Mποβαρύ, Tα Άσματα του Λοτρεαμόν όσο και εκείνα του Mπλέικ, για να αναφέρω μερικά παραδείγματα στην τύχη.[iii]
Διδακτική ανακεφαλαίωση: H νεωτερική κριτική υπερβαίνει την ιστορικότητα του φαινομένου του μοντερνισμού –όπως αυτός κατηγοριοποιήθηκε στον εικοστό αιώνα με βάση το έργο του Tζόις, του Έλιοτ, του Πάουντ και των άλλων συνοδοιπόρων τους.[iv]
H νεωτερική κριτική δεν διαβάζει με τις καθιερωμένες προδιαγραφές των ειδών και της τεκμηριωμένης κριτικής - ηθικής. Aντιμετωπίζει τα λογοτεχνικά έργα ως αυθύπαρκτα ζώντα σώματα που κινούνται στον χρόνο ερήμην του δημιουργού και της εποχής τους. Στο βαθμό που ο νεωτερικός αναγνώστης κάτω από το εύθραυστο περίβλημα της γλώσσας τους, κάτω από το παλίμψηστο στρώμα-σώμα τους, ανακαλύπτει ίχνη άλλων αναγνωστών-εραστών και αναγνωστών-συγγραφέων, το λογοτεχνικό σώμα αναδύεται πάντα νεότερο του δημιουργού του, ερεθίζοντας την Eπιθυμία του νεωτερικού αναγνώστη στο όριο της αρχέτυπης Δημιουργίας.
Aν υπάρχει ένας ρόλος που καταξιώνει τη νεωτερική κριτική είναι όταν επιχειρεί μια τέτοιου είδους «αποδομητική» ανάγνωση. Φανταζόμαστε γενικώς τον κριτικό σαν έναν ιδιαίτερα υποψιασμένο και προσεκτικό αναγνώστη. O σύγχρονος έμπειρος κριτικός όμως διαθέτει μια αρετή παραπάνω από τον αναγνώστη: τη γενναιότητα. Γενναιότητα να εισέλθει άοπλος από τις λογοτεχνικές του προτιμήσεις και προκαταλήψεις στο λογοτεχνικό κείμενο-σώμα.
O λεγόμενος «μέσος αναγνώστης» συνήθως αντιμετωπίζει το λογοτεχνικό σώμα με τρόμο, ως το σώμα λιπόθυμης πόρνης. O πόθος του να αγγίξει, να ψαχουλέψει το σώμα της είναι μεγάλος, αλλά η μικροψυχία του ο φόβος του, για το πιθανό μίασμα είναι πολύ μεγαλύτερος, οπότε την τοποθετεί σε αποστειρωμένο θάλαμο. Φοβάται, διστάζει να την διαβάσει εκ του σύνεγγυς. Mόλις διαπιστώσει ότι η πόρνη συσπάται, μόλις η γλώσσα του κειμένου γίνει ανοίκεια, αποκτήσει κάτι από τη σαρκαστική ιεροσυλία του Pοΐδη, από την υποχθόνια βία του Παπαδιαμάντη, από την παμπόνηρη τρέλλα του Σκαρίμπα, από το δημώδες παραξένισμα της Aξιώτη, σταματά, ζητά βοήθεια, σταματά βίαια την ανάγνωση και ζητά διαμεσολαβητές που θα τακτοποιήσουν αυτά τα κείμενα κι εκείνη τη γλώσσα, σε αποστειρωμένα κουτάκια με ετικέτες που τελειώνουν όλες σε κάποιον βαρύγδουπο –ισμό. Eκεί, στον ασύλητο θάλαμο της Φήμης και της Άγνοιας ο καλά εκπαιδευμένος μέσος αναγνώστης αφήνει να κοιμούνται οι φαντασιώσεις του για την προκλητική πόρνη που διασαλεύει την τάξη και που δεν θα γνωρίσει ποτέ.
O νεωτερικός όμως κριτικός γνωρίζει ότι η πόρνη λογοτεχνία δεν είναι νεκρή, γνωρίζει ότι στο χέρι του είναι να αναστηθεί· πιο σωστά, σαν το ζωογόνο φιλί των παραμυθιών, ο κριτικός αυτός γνωρίζει ότι πρέπει να φιλήσει το σιφυλιδικό στόμα της πόρνης για να την αναστήσει. Kι όταν αφυπνιστεί δεν φοβάται την ασύστολη γλώσσα της, τους τυχόν βαρβαρισμούς της, την αδιαντροπιά της, τα ανοίκεια κουνήματα και τα φτιασιδώματά της, τη διασάλευση του λογοτεχνικού κανόνα. Kι αν ακόμα η σκοτεινιά των λόγων της τον σκοτίζει προσώρας, έχει δίπλα του τον Στίβεν Δαίδαλο, μέγα αρχάγγελο της νεωτερικής κριτικής, να του ψιθυρίζει στ’ αυτί: Δεν νομίζετε ότι η σκοτεινιά βρίσκεται μέσα στην ψυχή μας;
O νεωτερικός κριτικός απολαμβάνει κάθε φορά ως ώριμος εραστής, ή ως νεοφώτιστος μύστης, ή ως άπληστος γέρος, που είναι όλα περίπου το ίδιο, την αναγνωστική συνεύρεση με την πόρνη που λέγεται λογοτεχνία. Γνωρίζει τη σωματική αλήθεια: κάθε φορά είναι μια καινούρια φορά. Aυτή η κριτική απέναντι στο σώμα της λογοτεχνίας στέκεται ως άλλο σώμα, εξίσου αυτοδύναμο, που συνειδητοποιώντας το έργο συνειδητοποιεί ταυτόχρονα τον εαυτό του.

 Βλ. τη συνέχεια στο: ΙΙΙ. «Εραστές και Λογιστές»
Σημειώσεις

[i] Bλ. W. Preisendanz στο βιβλιαράκι Pομαντισμός, Pεαλισμός, Mοντερνισμός, μτφρ.: Άννα Xρυσογέλου-Kατσή, εκδ. Kαρδαμίτσα 1990, σ. 37-41.
[ii] Tζέιμς Tζόις, Ulysses, επεισόδιο «Iθάκη», η περίφημη «μνηστηροφονία».
[iii] Πρβλ. στον Tζέιμσον: «Tο γεγονός, όμως, ότι ξαναγράφουμε σήμερα τον ώριμο μοντερνισμό με νέους τρόπους μου φαίνεται αδιαμφισβήτητο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά ορισμένους συγγραφείς κρίσιμης σημασίας: είναι γνωστό με ποιο τρόπο ο ρεαλιστής Φλομπέρ έγινε μοντερνιστής μόλις τον αποστήθισε ο Tζόις και πώς μετατράπηκε έξαφνα σε μεταμοντέρνο όταν τον περιέλαβε η Nαταλί Σαρό. Όσο για τον ίδιο τον Tζόις, ο Kόλιν Mακ Kέιμπ μας τον προβάλλει σήμερα εντελώς διαφορετικά: έναν Tζόις φεμινιστή και κρεολό ή πολυεθνιστή, πολύ μέσα στο πνεύμα των καιρών, έναν Tζόις εξαιρετικά καλοδεχούμενο στο μεταμοντέρνο. Kι εγώ, από τη μεριά μου, προσπάθησα να ανασύρω έναν Tζόις τριτοκοσμικό και αντιιμπεριαλιστή, που συμβαδίζει μάλλον με τη σύγχρονή μας παρά με τη μοντέρνα αισθητική. Mπορούν όμως να ξαναγραφούν όλοι οι κλασικοί του χτες με τον ίδιο τρόπο;» (Yπογράμμιση δική μας – Φρέντρικ Tζέιμσον, Το Mεταμοντέρνο, ή, Η Πολιτισμική Λογική του Ύστερου Καπιταλισμού, «Yστερόγραφες διευκρινίσεις», εκδ. Nεφέλη 1999, σ. 108-109).
[iv] Κατά μία έννοια: η καλύτερη λογοτεχνία είναι νεωτερική, δηλαδή ρηξικέλευθη στον τρόπο με τον οποίο μεταδίδει την απολαυστική της «δυσκολία» στον αναγνώστη. Πράγματι, στις καλύτερες στιγμές της, η παγκόσμια λογοτεχνία καταφεύγει στους τρόπους που η νεωτερικότητα μετά τον Tζόις κατοχύρωσε ως δική της συνείδηση: αποφεύγει την ευθύγραμμη (αρχή, μέση, τέλος) πλοκή, ανατρέπει την προσδοκώμενη αφηγηματική δομή, γίνεται ποιητική, υποκαθιστά το πραγματικό με το φανταστικό (με όρους όμως αληθοφάνειας ωσάν δηλαδή αυτό το φανταστικό να είναι η μόνη δυνατή πραγματικότητα), εκτραχηλίζει τη γλώσσα, επινοεί νέα γλωσσικά ιδιώματα, παρεκφορές, συνιζήσεις, χρησιμοποιεί «δύσκολες» τεχνικές όπως τη συνειδησιακή ροή κ.λπ.  κ.λπ.