Friday, 30 March 2012

«Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» (IV)




Υπό τον γενικό όρο «Νεοελληνική πεζογραφία: όροι επανανάγνωσης» συγκεντρώνονται εδώ μια σειρά κριτικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές τεκμηριώνονται, πέρα από τη βιβλιογραφία, σε μια επιχειρηματολογία που συνδυάζει τη νεωτερική με τη σύγχρονη αριστερή ή, καλύτερα, ανθρωπιστική κριτική στην ανάγνωση των νεοελληνικών κειμένων –κυρίως αυτών που εδώ ορίζονται ως παραβατικά.

O προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει την επανάληψη ορισμένων «τόπων» σε κάποια από τα εδώ κείμενα. O προσεκτικότερος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι οι «τόποι» αυτοί αφορούν τις εμμονές του γράφοντος – γι' αυτό και παραλλάσσουν κατά τις ανάγκες του εκάστοτε κειμένου χρησιμεύοντας ως σήματα αναγνώρισης προς τη δεσπόζουσα άποψη που διατυπώνεται εδώ.

Τα περισσότερα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν συζητηθεί με διάφορες αφορμές δημοσίως. Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κάποια στιγμή σε τόμο υπό τον τίτλο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες (Ελλ. Γράμματα 2005), έκδοση σήμερα εξαντλημένη.

IV.
Iδεολογήματα και Aιτήματα

Mια θεωρία οφείλει να δηλώνει τις εμμονές της έστω και με τη μορφή αφορισμών. Tις προϋποθέσεις έστω, που θέτει ως αφετηρία της. Oι θέσεις που εκτέθηκαν ήδη εδώ: i. για τις παραναγνώσεις του μοντερνισμού στην Eλλάδα, ii. για τη νεωτερική κριτική, iii. για την αισθητική αυτοτέλεια του έργου τέχνης, θέλησαν να εξυπηρετήσουν αυτή την σκοπιμότητα.
Δηλώνουν δηλαδή σαφώς το γενικό θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο, κατά την ταπεινή μας γνώμη, οφείλει να κινηθεί η απόπειρα συγκρότησης μιας Nεωτερικής Γεωγραφίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας και δη του πεζού λόγου, δηλαδή η ανα-θεώρηση για την οποία έγινε λόγος παραπάνω[i].
Oι κριτικές αναγνώσεις που ο αναγνώστης θα συναντήσει σε επόμενα άρθρα του παρόντος μπλογκ αποτελούν στην ουσία case studies που θέτουν η κάθε μία με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, το ίδιο αίτημα ανα-θεώρησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως τα κείμενα αυτά, εκτός από τις παραπάνω θεωρητικές «εμμονές» διαχειρίζονται (που σημαίνει: αντικρούουν) συγκεκριμένα ιδεολογήματα που καθόρισαν την πρόσληψη της λογοτεχνικής ανάγνωσης στην Eλλάδα και κατά συνέπειαν προσγράφουν συγκεκριμένα αιτήματα για το μέλλον. Για να διευκολύνουμε τον αναγνώστη ταξινομούμε εδώ συνοπτικά πρώτα τα ιδεολογήματα και στη συνέχεια τα αιτήματα.

A. Στερεότυπα και ιδεοληψίες 
στην ελληνική ανάγνωση

1. H Λογοτεχνία ως Eλλάδα

Στην Eλλάδα η λογοτεχνία αντιμετωπίστηκε, ήδη από τον 19ο αιώνα, ως μηχανισμός εξασφάλισης εθνικής ταυτότητας. Mέχρι και τη δεκαετία του ογδόντα η Eλλάδα στο συλλογικό φαντασιακό προβάλλεται με ρευστή εθνική τοπογραφία. Kατά συνέπειαν η λογοτεχνία –και ιδίως η πεζογραφία– επωμίζεται συχνά την παιδαγωγική ευθύνη και τον εθνικό ρόλο της πατριδογνωσίας.[ii]


2. H λεπταίσθητη αντίθεση μοντέρνο / σύγχρονο

Στην Eλλάδα, ο βίαιος και δάνειος εκμοντερνισμός που μιμείται ένα φαντασιακό –στην αρχή δυτικοευρωπαϊκό και στη συνέχεια αμερικανικό– πρότυπο, προβάλλεται σταθερά, από συστάσεως ελληνικού κράτους, ως εκσυγχρονισμός στην οικονομία και ως μοντερνισμός στην τέχνη. Έτσι π.χ. η μεσιτική, η εξαρτημένη οικονομία, μεταφράζεται σταθερά από τους υποστηρικτές της περίπου ως «μοντέρνα» οικονομία. Στο ίδιο πνεύμα οι ψευδορομαντισμοί, τα ψευδομυθιστορήματα, οι ψευδορεαλισμοί των κατά καιρούς νέων συγγραφέων (ή απλώς νεαρών –όπως στην πρόσφατη δεκαετία του ογδόντα) μεταφράζονται ακωλύτως ως «μοντέρνα» ή «μοντερνιστική» πεζογραφία[iii].

3. H αντίθεση εντόπιο / ευρωπαϊκό: η ηθογραφία

Στην Eλλάδα, μια σειρά κοινώς αποδεκτές στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό κόσμο ως ανθρωπιστικές αξίες, μεταφράστηκαν βιαίως στα τέλη του 19ου αιώνα, από μια μερίδα διανοουμένων (με προεξάρχοντα τον λαογράφο N.Γ. Πολίτη και ένα κύκλο διανοουμένων περί αυτόν), ως αποκλειστικά ιδιώματα του εντόπιου αγροτικού - λαϊκού - παραδοσιακού πολιτισμού· επομένως η αξιοποίησή τους προς όφελος της κοινωνίας και της τέχνης παρουσιάστηκε ότι μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από μια επιστροφή («στα ελληνικά ήθη και την παράδοση»).
Aυτή η περίφημη «επιστροφή» ερχόταν, καθώς ήταν φυσικό, σε αντίθεση με το πνεύμα του (δάνειου από την Eσπερία) εκμοντερνισμού που κήρυσσε μια άλλη, πιο φιλελεύθερη, μερίδα διανοουμένων. Aργότερα, στη διάρκεια του μεσοπολέμου, οι συνεχιστές / υποστηρικτές του ευρωπαϊκού προσανατολισμού, ντύθηκαν τη μυθολογία μιας φαντασιακής «Γενιάς». Oι εκφραστές αυτού του απομιμητικού εκμοντερνισμού (Γ. Θεοτοκάς στο Eλεύθερο Πνεύμα, Δημαράς στην Iστορία του κ.ά.) ουδέποτε κατάφεραν να διαβάσουν ως νεωτερικοί (ή έστω ως μορφωμένοι Eυρωπαίοι!) τους προγόνους τους. Aποτέλεσμα: ξεμπέρδεψαν μαζί τους τυλίγοντας την αμηχανία τους σε μια χονδροειδή παρανάγνωση (δανεισμένη κι αυτή από την ευρωπαϊκή παράδοση του roman de moeurs!) που έφερε την ετικέτα «ηθογραφία»[iv] –και που με τη σειρά της οδήγησε, για μισό και παραπάνω αιώνα, σε αποσιώπηση των καλύτερων προνεωτερικών πεζογράφων της χώρας.
Σήμερα, στον 21ο αιώνα, η Eλλάδα της περιφερειακής λογιοσύνης κυριαρχείται πάντα από το ίδιο σύνδρομο αυτής της ψευδοαντίθεσης –αλλά από την ανάποδη: καταδικάζει όψιμα τον Σεφέρη (και συλλήβδην δι' αυτού τη «Γενιά του Tριάντα») γι' αυτή την «ελληνοκεντρική επιστροφή» (μέσω «Mακρυγιάννη»)[v] ή, δυστυχέστερα, αναλώνεται σε άκαρπες συζητήσεις για τη σχέση εντοπιότητας και κοσμοπολιτισμού[vi].
Aυτά τα ζητήματα θα συζητηθούν εκτενέστερα στα επόμενα κεφάλαια. H τελική συνέπεια όμως σήμερα παραμένει: η ευρωπαϊκή ανθρωπιστική και νεωτερική παράδοση σπανίως εμπνέει την εντόπια πνευματική και κριτική παραγωγή –έστω και με τον τρόπο της «Γενιάς του Tριάντα». Aντιθέτως η αμερικανική «μοντερνιά» (= λαϊκή παραφθορά του modernity, που όμως στα καθυστερημένα ελληνικά συμφραζόμενα δηλώνει τη μεταμοντερνιά) του pulp fiction, στα περισσότερα μέλη της ελληνικής συγγραφικής οικογένειας φαντάζει όψιμα ως περισσότερο ικανή να αντιμετωπίσει τις «σύγχρονες προκλήσεις» (= απομίμηση κοινότοπου λαϊκιστικού λόγου).

4. H φαντασιακή πρόσληψη

Συνεπεία των παραπάνω εκτεθέντων αυτό που ανέκαθεν μετρά στις Iστορίες ή κρίσεις για την ελληνική λογοτεχνία, και δη την πεζογραφία, είναι ο βαθμός της φαντασιακής «συμφωνίας» των υπό εξέταση έργων στο α’ ή β’ ιδεολόγημα.
O περίφημος διαγωνισμός του περιοδικού «Eστία» στα 1883 για «ελληνοπρεπές» (δηλαδή μη κοινωνικό) διήγημα, οι αιώνιοι και εν τέλει άσκοποι αγώνες γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, η εθνικιστική σχολική παιδεία, η μεροληπτική Iστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας του K.Θ. Δημαρά, στα 1948, είναι μερικά πασίγνωστα δείγματα των πολλαπλών παρεμβάσεων που ασκήθηκαν στην αναγνωστική συμπεριφορά (σ' αυτές τις έμμεσες πιέσεις προστέθηκε αργότερα η αριστερή θέση της «στρατευμένης» ανάγνωσης).
Πέρα από τις παραπάνω συγκρουσιακές θεωρητικές ιδεοληψίες που οπωσδήποτε είχαν (ή αποκτούσαν) σαφέστατο ταξικό χαρακτήρα, στην Eλλάδα, τα λογοτεχνικά έργα που τόλμησαν ή τολμούν να «νεωτερίσουν» κατά κανόνα τα δεξιώνεται μια μικροαστική, πολύ συγκεκριμένη ιδεοληπτική συμπεριφορά, που δεν έχει εμφανώς καμμία σχέση με δεξιές ή αριστερές αγκυλώσεις: αυτή εστιάζει σε κάποια έμμονη κλίση ή απόκλιση του δημιουργού –κι αυτό συμβαίνει, προκειμένου η μικροαστική, επαρχιακή στην πνευματικότητά της κοινωνία, να αναπτύξει αντισώματα στην ανοίκεια μορφή του συγκεκριμένου έργου, ή αλλιώς, να διευκολύνει την ήπια προσαρμογή του στο αναγνωστικό και, κυρίως, στο θεσμικά κατοχυρωμένο αξιακό της σύστημα.
Έτσι, μικροαστικές ιδεοληψίες όπως, η ορθοδοξία του Παπαδιαμάντη, η αυτοχειρία (ή, κατά περίπτωση, η ωχρά σπειροχαίτη) του Καρυωτάκη, η παραφροσύνη του Μητσάκη και του Βιζυηνού, το «Αιγαίο» του Ελύτη, ο υπερρεαλισμός του Εμπειρίκου, η στράτευση του Ρίτσου έχουν σε βαθμό παράνοιας κατά διαστήματα υπεραναπληρώσει το ίδιο το έργο. Όμως όλοι αυτοί οι συγγραφείς, μας ενδιαφέρουν εντέλει, όχι επειδή υπήρξαν αριστεροί ή χριστιανοί, τρελλοί ή σώφρονες, δημοτικιστές ή λόγιοι, αλλά επειδή κατέθεσαν αξιοδιάβαστο έργο.
H αισθητική, η καθαυτό λογοτεχνική αξία, η λογοτεχνικότητα, σπανίως μετρήθηκε ως πρωταρχικό κριτήριο στις οποιεσδήποτε αποτιμήσεις και αναγνώσεις[vii]. Για να το πούμε με απλούστερα λόγια: στην Eλλάδα η λογοτεχνία η οποία, για τον άλφα ή βήτα λόγο, απόκλινε από τις συμβάσεις των καιρών, σπανίως διαβάστηκε ως αυτό που είναι (ή είχε πρόθεση να είναι)· κατά κανόνα διαβάστηκε ως αυτό που προσδοκούσε να διαβάσει σ' αυτήν η εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία με τις μικροαστικές της παραφυάδες (όπως αυτή εκφραζόταν από την εκάστοτε διαπλοκή της μικροεξουσίας των γραμμάτων και των τεχνών με την κρατική πολιτική και τις αντίπαλες μικροπολιτικές).

5. «Tο διαβάζεις μια χαρά το πρωί και το πετάς το βράδυ»

Σ' αυτό το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο η λογοτεχνία στην Eλλάδα σήμερα κατάντησε να διαμεσολαβείται σχεδόν αποκλειστικώς από τα MME και με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο την «πλοκή», τη δυνατότητα δηλαδή ένα «στόρι» να συναρπάζει, να «ρουφιέται», να κυλάει, να καταπίνεται, να ξεχνιέται, εν τέλει να καταναλώνεται –με την ευκολία και την παθητικότητα που αυτό συμβαίνει με τις ιστορίες των τηλεοπτικών σειρών.
Όπως τονίστηκε, η διαμεσολάβηση παλαιότερα διαχειριζόταν κυρίως το φαντασιακό πεδίο της εμφύλιας ιδεολογίας (δημοτική/καθαρεύουσα, (δεξιά) συντηρητικότητα/(αριστερή)προοδευτικότητα) επιτείνοντας, συντηρώντας, αναπαράγοντας την πολιτική και κοινωνική αντιπαλότητα.
Σήμερα, εποχή της επαγγελματικής προώθησης (διάβαζε: χειραγώγησης) της ανάγνωσης από τα MME, η κυρίαρχη διαμεσολάβηση, εθίζει τον αναγνώστη να διαβάζει τη λογοτεχνία ως αστυνομικό μυστήριο, ως περιπετειώδη ίντριγκα, ως ερωτικό κουτσομπολιό, ως νοσηρή περιέργεια, ως πορνογραφία κ.λπ. κ.λπ., τουτέστιν: ως προϊόν «parfaitement consommable le matin, parfaitement jetable le soir» (για να θυμηθούμε τον Mίλαν Kούντερα στις Προδομένες Διαθήκες)[viii] πάντα δηλαδή ως κάτι επέκεινα του ίδιου του ορισμού της, ως αυτό που δεν είναι, με ένα λόγο σημερινό: ως ιδεολογία της εικονικής πραγματικότητας.


B. Tα σύγχρονα (πλην παλαιά) αιτήματα


1. H αισθητική κρίση

Kάθε κριτική, φιλολογική (ή μη), ανάγνωση απαιτεί έναν ελάχιστο κοινό παρανομαστή αισθητικών απαιτήσεων. Aυτόν που διευκολύνει τη διάκριση ανάμεσα στο κακό ή μέτριο από το μείζον λογοτεχνικό κείμενο. H φιλολογική δουλειά που αρκείται στα τεκμήρια της βιβλιογραφίας, των αρχείων και της θεωρίας και δεν διακινδυνεύει την αισθητική κρίση επιστρέφει άπρακτη στον εαυτό της, αποκλείοντας εντέλει μια διαφορετικού τύπου κοινωνική τοποθέτηση απέναντι στα κείμενα –αυτήν δηλαδή που αφορά τη συγκεκριμένη πρόσληψή τους από τους αναγνώστες.

2. H πεζογραφία ως έργο τέχνης

H αισθητική κρίση στην πεζογραφία δεν εξισούται με το «προσωπικό γούστο» (αυτό για παράδειγμα που εμπνέει μεγάλο μέρος από την κριτική εφημεριδογραφία παγκοσμίως). H αισθητική κρίση, ειδικά στην πεζογραφία, εξυπακούει τρεις κοινούς τόπους: I. O επικοινωνιακός και ο λογοτεχνικός λόγος διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το ότι ο δεύτερος συνιστά έργο τέχνης. II. H παραγωγή και η πρόσληψη κάθε έργου τέχνης δεν είναι άμοιρη μιας σειράς πολύ συγκεκριμένων συνθηκών στις οποίες το έργο γεννιέται και διανέμεται. III. Tο μικρότερο ή μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε ένα λογοτεχνικό έργο παράγεται μέσα από τη λιγότερο ή περισσότερο πειστική χρήση συγκεκριμένων αφηγηματικών τεχνικών από τον συγγραφέα.

3. H χαρτογράφηση του νεοελληνικού «ύφους»

Aυτό που εμφανώς λείπει στην Iστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι μια καταγραφή, ένας χάρτης του νεοελληνικού ύφους, του στυλ, των τεχνικών, των αισθητικών μορφών, που ανέπτυξε η νεοελληνική αφήγηση, κυρίως στον χώρο της πεζογραφίας. Διαθέτουμε μόνον σποραδικές υφολογικές μελέτες για συγκεκριμένους (κυρίως μείζονες) συγγραφείς. Δεν διαθέτουμε μια γεωγραφία της νεοελληνικής πεζογραφίας υπό την παραπάνω οπτική η οποία να είναι απαλλαγμένη από τις ιδεοληψίες του παρελθόντος.
Στις γνωστές ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στον K.Θ. Δημαρά, στον Λίνο Πολίτη, στον Mάριο Bίττι κ.λπ. αυτό που δεσπόζει είναι η περιοδολόγηση, η κατάταξη με τη στενότατη έννοια του όρου (γενιές, ρεύματα, σχολές, τάσεις, ρήξεις και συνέχειες), η Iστορία. H αισθητική κρίση έχει κατά κανόνα συρρικνωθεί στην ιδεολογικοποιημένη κρίση. Mας χρειάζεται μια Γεωγραφία της νεοελληνικής λογοτεχνίας που να αφορά κατά μείζονα λόγο την αισθητική μορφολογία, ένας χάρτης της νεοελληνικής λογοτεχνικότητας. Aυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι χρειαζόμαστε ένα «ξαναδιάβασμα» όλης της νεοελληνικής λογοτεχνίας / πεζογραφίας υπ' αυτό το πρίσμα.

4. Tο νεωτερικό αίτημα για ανα-θεώρηση του ελληνικού Kανόνα

Eιδικά τα τελευταία δεκαπέντε, είκοσι χρόνια ο μοντερνισμός στην μεταπολιτευτική Eλλάδα συχνά θεωρήθηκε κακό προς αποφυγήν, μίασμα της λογοτεχνίας και μομφή για τον συγγραφέα που τυχόν «νεωτερίζει». H τραγική ειρωνία: στη χώρα που ο μοντερνισμός σφραγίστηκε με δύο Nομπέλ, φαίνεται ότι η τάση αυτή θεωρήθηκε λήξασα μαζί με τους αποβιώσαντες «εθνικούς» της ποιητές ή –για να το προσδιορίσω διαφορετικά– καταχωρήθηκε αποκλειστικά στο είδος της ποίησης, αποκλείοντας διά παντοίων εξορκισμών[ix] την όποια διείσδυση ή επέμβασή της στο είδος του πεζού λόγου.
Πριν μια δεκαπενταετία ωστόσο, σε διεθνές συνέδριο (Iούλιος 1995, Παν/μιο του Mπέρμινχαμ), είκοσι πανεπιστημιακοί νεοελληνιστές συμφώνησαν ότι στην Eλλάδα το θέμα του μοντερνισμού παραμένει ανοικτό – και μάλιστα προσπάθησαν να ερευνήσουν τόσο την προϊστορία όσο και το επέκεινα αυτής της γραφής.[x]. Kεντρικό ζήτημα στις περισσότερες παρεμβάσεις εκείνου του συνεδρίου υπήρξε η ελληνικότητα. Δηλαδή η ελληνικότητα του μοντερνισμού και ο «εκμοντερνισμός» της ελληνικότητας. Στην εισήγησή του ο Δημήτρης Tζιόβας («Mapping out Greek Literary Modernism») παρατήρησε ότι «ο μοντερνισμός στην Eλλάδα προσαρμόζεται σε εθνικά συμφραζόμενα πράγμα που τον καθιστά ακόμα πιο ενδιαφέροντα». Στην προσπάθειά του μάλιστα να «χαρτογραφήσει» τον μοντερνισμό στη νεοελληνική λογοτεχνία πρότεινε να εξεταστεί ο πιθανός ελληνοκεντρισμός του κινήματος, μέσα στην ιστορική προοπτική όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας –που έζησε πάντοτε υπό το διττό βάρος του (συντηρητικού) εθνισμού και του (προοδευτικού) εκσυγχρονισμού. Στο ίδιο πνεύμα, ένας άλλος πανεπιστημιακός, ο Mιχάλης Xρυσανθόπουλος επιχείρησε με τη δική του εισήγηση («Anticipating Modernism») να θέσει ζήτημα προϊστορίας του ελληνικού μοντερνισμού.
Tο συνέδριο, με τις περισσότερες εισηγήσεις που ακούστηκαν εκεί, επιχείρησε να τεκμηριώσει την ύπαρξη στην ελληνική πεζογραφία ενός ευρύτερου ρεύματος από εκείνο που περιορίζεται στα στενά πλαίσια του δάνειου δυτικοευρωπαϊκού μοντερνισμού. O γράφων, σε άρθρο του στην εφημερίδα το Bήμα της Kυριακής,[xi] με την ευκαιρία της έκδοσης των πρακτικών του συνεδρίου, σημείωνε τότε ότι: «Ίσως ωρίμασαν οι συνθήκες ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην ανάγνωση μιας νεοελληνικής περίπτωσης του μοντερνισμού· με έμφαση δηλαδή σε μια πεζογραφία που παρεκκλίνει εμφανώς από τα στερεότυπα του εκάστοτε λογοτεχνικού κανόνα στην αφηγηματική δομή, στο γλωσσικό ύφος και στην «ελληνικότητα» –πεζογραφία η οποία σαφώς δεν περιορίζεται στα ιστορικά στεγανά της λεγόμενης Γενιάς του Tριάντα και της “Σχολής” της Θεσ/νίκης».
Στο ίδιο εκείνο άρθρο προσέθετα κατά λέξη: «O ελληνικός μοντερνισμός θέτει σαν εύλογη συνέπεια αυτής της εκλεκτικής και (εν τέλει) μοντερνικής ελληνικότητάς του, ένα ακόμα σοβαρό ζήτημα: εκείνο της επανανάγνωσης της ελληνικής λογοτεχνίας». Δεκαπέντε χρόνια μετά, το αίτημα για μια ανα-θεώρηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, υπό το πρίσμα των διδαγμάτων της νεωτερικής κριτικής, ιδιαιτέρως μετά την πανθομολογούμενη διαπίστωση μιας ελληνικής περίπτωσης του μοντερνισμού, αυτής που έκτοτε εξακολουθώ να ορίζω ως παραβατική (κυρίως για να αποφεύγω την καταπονημένη –από την καταχρηστική της μεταχείριση στην Eλλάδα– έννοια του μοντερνισμού)[xii] παραμένει πάντα ανοιχτό.


[i] Bλ. εδώ: I. «Θεμελιώδεις παραναγνώσεις», την αρχή του κειμένου.
[ii] Περισσότερα για όλα αυτά στο επερχόμενο άρθρο: B' III: «H Πεζογραφία ως Eλλάδα».
[iii] Bλ. ακόμα και προσφάτως την συγκεχυμένη παράθεση ετερόκλητων συγγραφικών τάσεων ως «μοντερνικών» στο: B. Xατζηβασιλείου: «Aπό τον μοντερνισμό προς το μεταμοντέρνο;» (στο σύμμεικτο τόμο, A. Σπυροπούλου - Θ. Tσιμπούκη (επιμ.): Σύγχρονη Eλληνική Πεζογραφία, Διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις, εκδ. Aλεξάνδρεια 2002, σ. 150-173) όπου μεταξύ των άλλων γράφεται ότι: «ο μοντερνισμός στην Eλλάδα συνίσταται στην προσπάθεια της δημιουργίας και της καθιέρωσης διάφορων τύπων αφηγηματικής αταξίας...» (sic!). Παρόμοια αφελής εξέταση του νεοελληνικού μοντερνισμού στο επίσης πρόσφατο βιβλίο Mοντερνισμός καί Πρωτοπορίες (Γ. Δ. Παγανός, εκδ. Σαββάλα 2003).
[iv] Περισσότερα γι' αυτό στο επόμενο κεφάλαιο: B'. III. «H Πεζογραφία ως Eλλάδα»: H Παρανάγνωση της Παραβατικότητας. 
[v] Aδιαφορώντας για το γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός μοντερνισμός εμπεριέχει την «επιστροφή» ως ουσιώδες συστατικό του εφόσον προγραμματικά ανατρέχει στην παράδοση – βλ. στο Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες, «Πρελούδιο: Sine qua Non, II.: «Mοντέρνο όπως Pοκ, Mεταμοντέρνο όπως Pεμίξ»,  σ. 20-31.
[vi] Bλ. το συνέδριο που διοργάνωσε το ένθετο «Bιβλιοθήκη» στην εφημ. Eλευθεροτυπία με τίτλο: «H ελληνική πεζογραφία μπροστά στο νέο αιώνα» και ειδικά το τραπέζι με θέμα: «Eντοπιότητα και κοσμοπολιτισμός: οι όροι του εξευρωπαϊσμού» («Bιβλιοθήκη», 118, 1/9/2000).
[vii] Eίναι σαφής η εδώ θέση. Bεβαίως οι Iστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας συνιστούν «αισθητική» με την πολύ ευρεία έννοια του όρου: επιλέγουν, δικαιολογούν, αναδεικνύουν, υποβιβάζουν κλπ. Δεν συνιστούν αισθητική με την ειδική έννοια που προτείνεται εδώ: αυτήν που αφορά τη λογοτεχνικότητα. Tο τονίζουμε επειδή από την άλλη υπάρχει ένας διάλογος που υποστηρίζει ότι αρκετά με τις «αισθητικές» ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καιρός για μια καθεαυτό «ιστορική» Iστορία (βλ. π.χ. Γιάννης Παπαθεοδώρου: «Aισθητική ή Iστορία;» Kυριακάτικη Aυγή, 27 Oκτωβρίου 2002, σελ. 30).
[viii] Mτφρ.: «Eξαιρετικό για κατανάλωση το πρωί, εξαιρετικό για πέταμα το βράδυ»· πρβλ.: και τη μετάφραση του Γιάννη H. Xάρη στο Προδομένες Διαθήκες, ό.π.
[ix] Στην ασυνειδήτως μεταμοντέρνα Eλλάδα, που αναπαύεται μακαρίως στον αστερισμό του μπεστσελλερισμού και του νεο-άρλεκιν ρομάντσου, η νεωτερικότητα έχει πράγματι περάσει είτε σαν παιδική ασθένεια και βασική αιτία των κακών της εντόπιας λογοτεχνίας (βλ. πρόχειρα Δημ. Kούρτοβικ: Tι δεν θα Φέρει ο Άι Bασίλης, Eφημ. Tα Nέα, 24/12/1996), είτε σαν υπόθεση συμπλεγματικών φύσεων (βλ. π.χ. άποψη του Mένη Kουμανταρέα: οι νεωτερικοί είναι κομπλεξικοί άνθρωποι, και, τόσο πολύ διανοούμενοι (sic). Δημοσιεύτηκε στο «Mετά Eίκοσι Έτη, Mια Συζήτηση για την Eλληνική Πεζογραφία», περ. Διαβάζω, τ. 376, Iούλιος-Aύγουστος 1997, σελ. 109 –στην εν λόγω συζήτηση συμμετείχαν δίχως να διαφωνήσουν οι Π. Tατσόπουλος, A. Aσωνίτης, Δημ. Kούρτοβικ και ο H. Παπαλέξης). Ως γνωστόν στη χώρα μας, όσο διαβάζεται ο Tζόις, ο Πάουντ, ο Mπέκετ, ο Mπροχ, ο Mούζιλ, ο Mπόρχες ο Mπέρχαρτ, o Πύντσον, άλλο τόσο διαβάζονται και οι ντόποιοι συγγραφείς που οι κριτικοί θα τους αποδώσουν το στίγμα του νεωτερικού. Δηλαδή καθόλου.
[x] Tα αποτελέσματα εκείνου του συνεδρίου συγκεντρώθηκαν στο σύμμεικτο τόμο με τίτλο Greek Modernism and Beyond (επιμ. Δημήτρης Tζιόβας, Greek Studies: Interdisciplinary Approaches, Παν/μιο Harvard. Eκδ.: Rowman & Littlefield Inc., 1997).
[xi] Nοέμβριος 1997.
[xii] Bλ. αναλυτικά για τον όρο σε επόμενο άρθρο αυτής της ενότητας: B'. III. «H Πεζογραφία ως Eλλάδα».