Δεν είμαι εγώ εδώ, λέω, σ’ αυτά τα ρείθρα που
στάζουν ούρα και ξεθυμασμένη μπύρα, σ’ αυτούς τους δρόμους με τα αμολυμένα
γκάζια που τρέχουν αφηνιασμένα στον βιαστικό τους θάνατο, σ’ αυτές τις
ανθυγιεινές λιγοκατοικίες που βρωμάνε κατσαριδοκτόνο, μούχλα, σάπια φρούτα,
σκυλίσιο σκατό, καρκίνο στο πάγκρεας–
Δεν είμαι εγώ εδώ,
λέω,
ανάμεσα σε τόσα ομιλούντα ζόμπι
έναν πλαστικό καφέ στο ένα χέρι στο άλλο κάτι
χρησιμότερο:
τσιγάρο, κινητό, ναι κι εγώ είμαι καλά, ναι
θα τα πούμε, θα τα πούμε–
(στα πολωνέζικα / πακιστάνικα / αφγανικά /
κούρδικα / ρουμάνικα / βουλγάρικα / ουκρανικά / νιγηριανά / αλβανικά / κροάτικα
/ ρώσικα κι ακόμα–)
όχι, όχι, καλύτερα στην εσπεράντο,
χίλιες φορές καλύτερα στην εσπεράντο:
yes, yes, I’ll call you back, ρε φίλε
Δεν είμαι εγώ εδώ,
λέω μια στιγμή σε απόγνωση,
ή είμαι πολύ εστέτ
χαχαχαχα
ή έχει πολύ βρωμίσει αυτή η πόλη / η χώρα,
ένα απ’ τα δύο συμβαίνει οπωσδήποτε
χαχαχαχα
Πίσω από τη ρυτιδιασμένη Ακρόπολη
– εκεί που αλήτες ταξιτζήδες
και αλήτες πουλμανατζήδες
και άλλοι ακόμα, «οι πολλοί»,
τσαλακώνουν απτόητοι το όραμα
του Περικλή, του Πικιώνη και του Μαρξ
Πίσω απ’ τα γυαλιστερά εστιατόρια με τα
ποιητικά ονόματα
(Fata Morgana, Μontechristo, Las Pampas, La
vie en Rose)
τα βρώμικα νύχια των δουλικών σερβιτόρων
και τα αδιάφορα στομάχια - πρόσωπα των
αδηφάγων θαμώνων
Πίσω απ’ όλα,
όλα αυτά τα θεσπέσια πράγματα,
τα νοσοκομεία, τα σχολεία και τα άλλα δημόσια
ιδρύματα
(Atticus, Idea, Supersonic, Pornosoft, Alpha
tank, Megatone κ.λπ.),
πίσω από τις φθισικές βιοτεχνίες και τα
αποτεφρωμένα εργοστάσια
με τους άξεστους τοίχους ντυμένους φτηνά
γκραφίτι και αφίσες,
στις κουζίνες, στις αποθήκες, στα αποχωρητήρια
παντού
– εκεί που μια ρουτίνα από μαύρα χέρια
μαγειρεύει ασταμάτητα
κι ύστερα ξεπλένει όσο όσο
τη λίγδα από τα παχύδερμα σαρκοβόρα
Πίσω από τους αλλοπαρμένους των Εξαρχείων
και τους ξεπουλημένους του Κολωνακίου
πίσω από τους άθλιους της Κουμουνδούρου
και τους μαφιόζους του Μπραχαμίου
(λερή γριά Ομόνοια, σκεβρωμένο γερο Σύνταγμα)
παντού
σε όλες τις πλατείες με τα στριμωγμένα
τραπεζάκια
τα γυμνωμένα κορίτσια και τα ντροπιασμένα
αγόρια
τους στερημένους που τα κοιτάζουν φοβισμένα
και τους άλλους που ατενίζουν ίδιες μούμιες το
βάθος
– εκεί που η μικροζωή για λίγο παριστάνει κάτι
ότι δηλαδή αποκτάει ζωή
από το μαυρισμένο τίποτε
Σε όλα, σε όλα,
παντού, παντού,
πίσω από το κάθε τι
plastic, metal, silk, jersey, zinc, wood,
aluminium, steel, cotton,
πλαστικό, κόκκινο, τσίγκινο, χρώμιο, μαύρο,
ιώδες, κεραμιδί
κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.
(πού είναι εκείνο το άτιμο μπλε του
κοβαλτίου;)
Σε όλα ασυζητητί,
Παντού, παντού, παντού
Τερατώδη απορριματοφόρα του Δήμου
με αλήτες οδηγούς
μαζεύουν
από παντού μαζεύουν
τα ράκη
Ποια ράκη, μα ποια ράκη
Ένα σκουπίδι παραπάνω, σου λέει, σιγά μωρέ,
δες αυτόν τον πακιστανό που κουβαλάει στην
πλάτη
ένα θεόρατο τσίγκινο κουτί
(με τα διαμελισμένα απομεινάρια του σκοτωμένου
του παιδιού)
Ένα σκουπιδάκι παραπάνω
σιγά, ρε φίλε, δεν έγινε και τίποτε
πού να σου διηγούμαι
πού να σου διηγούμαι τώρα
τι κρύβεται στο κρεματόριο της Βουλής των
Ελλήνων!
Τα ράκη, μα ποια ράκη
εμού του ιδίου
λιωμένο κουτάκι μπύρας / σκισμένο προφυλακτικό
/ σκυλίσιο σκατό /
πολωνή βρισιά / αφγανή τρίχα /ελληνίδα φτυσιά
ένα σκουπιδάκι άνθρακα από τα δισεκατομμύρια
που κόλλησε στο παστωμένο μάγουλο αυτής της
ακριβής μαμάς
κάτι τέτοιο μαζεύουν
ένα τίποτε
πόλη τίποτε
χώρα τίποτε.
Εμού του ιδίου.
Σκέφτομαι με ανακούφιση πως μια μέρα
τούτη την αλλοίθωρη χώρα του Τίποτε
ένας μπαγκλαντεσιάνος ρακοσυλλέκτης
θα τη σώσει
– αλλά νιώθω ότι αυτή η Χώρα δεν θέλει να το ξέρει.
Ράκη, μα ποια ράκη, μουρμουρίζει συνέχεια,
κοιτάζοντας σταθερά αλλού,
ίδια ξεπεσμένη πριμαντόνα.