Wednesday, 18 March 2020

Δυο-τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν


Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν[1]
(τη Θεωρία, την Τέχνη, την Αριστερά)

Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε. Τον κόσμο. Οι προηγούμενοι απλώς τον εξηγούσαν (αλήθεια ποιοι προηγούμενοι, για μας, ειδικά σήμερα;). Τι άλλαξε από τότε που ο Μαρξ διατύπωσε την πασίγνωστη ενδέκατη θέση του κατά Φόιερμπαχ;[2]
Απάντηση: ο κόσμος φυσικά.
Ας επαναλάβω άλλη μια φορά τις κοινότοπες διαπιστώσεις: Ι. Ποτέ πριν η καταστολή στη λεγόμενη δυτική δημοκρατία δεν είχε την απροκάλυπτη, σημερινή της μορφή ως αποκλειστικό εργαλείο της Εξουσίας. Παράλληλα, ποτέ πριν ο Φόβος για τον Άγνωστο, Δαίμονα Αντίπαλο[3] δεν είχε τη λειτουργική / κοινωνική θέση που έχει σήμερα καταλάβει σε όλον, επαναλαμβάνω, σε όλον τον κόσμο. ΙΙ. Παράλληλα, ποτέ πριν ο πλανήτης, ως φυσικός οργανισμός, δεν παρουσίασε τόσα και τέτοια συμπτώματα μιας μεταδοτικής ασθένειας με απρόβλεπτες συνέπειες για την επιβίωσή του στο άμεσο μέλλον.
Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά μέσα στα τελευταία τριάντα σαράντα χρόνια. Σ’ αυτές τις δεκαετίες (λίγο πριν και αρκετά μετά τη διαδικτυακή επανάσταση) η Θεωρία εξήγησε τον κόσμο ξανά και ξανά και ξανά. Αλλά ο κόσμος του 21ου αιώνα προχωράει ακάθεκτος σε ολοκληρωτικές μορφές μετασχηματισμού: μέσα από μια απροκάλυπτη βία παράλληλα με μια απροκάλυπτη οικολογική καταστροφή. Και οι δύο αυτές επιθετικές μορφές μετασχηματισμού της κοινωνικής ζωής εμφανίζονται σήμερα ως κυρίαρχο εργαλείο καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατά τρόπο ώστε, στις τερατώδεις τους διαστάσεις, να φαντάζουν σχεδόν απερίγραπτες στο επίπεδο της γλώσσας ως αναπαράστασης του Πραγματικού.
Ο κόσμος έχει ξεφύγει. Η Θεωρία αισθάνεται σήμερα περισσότερο από ποτέ ανασφαλής απέναντι στην έκταση αυτής της παγκοσμιοποιημένης παρακμής. Δικαιολογημένα κυριαρχείται από μια γενικευμένη ανασφάλεια, εμφανή αντανάκλαση εκείνης που αισθάνεται ο κάθε πολίτης στον κόσμο, και η οποία μόνον με την άλλη, την πολύ γνωστή, που διατύπωσε τολμηρά (και κάπως δυσανάγνωστα) ο Αντόρνο, για τον διαλεκτικό εναγκαλισμό της ποίησης με τη βαρβαρότητα μετά το Άουσβιτς,[4] μπορεί να συγκριθεί.
Αλλά η Θεωρία έχει, επίσης, ξεφύγει. Περίκλειστη στην πανεπιστημιακή ασυλία του ευρωπαϊκού ή του αμερικανικού campus, «θεωρητικά» μόνον ταράζεται από την τρελή τροχιά του πλανήτη προς τη βαρβαρότητα. Αδυνατεί να δοκιμάσει την αντοχή των όποιων θέσεών της στη δεινή κανονικότητα της ζωής. Δουλεύει in vitro.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που η Θεωρία «κατέβηκε στο πεζοδρόμιο»; Πότε ήταν η τελευταία φορά που ενέπνευσε ένα κίνημα; Πότε ήταν η τελευταία φορά που έδωσε πνοή στην πολιτισμική αναπαράσταση του κόσμου είτε ως Πραγματικού γίγνεσθαι είτε ως Οράματος;
Φέτος πάνε σαράντα χρόνια ακριβώς από εκείνον τον γαλλικό Μάη, πολλά χρόνια από εκείνα που ο Σαρτρ της Λιμπερασιόν, ο Τσε των πολλών Βιετνάμ (ή έστω ο Μαρκούζε) ενέπνεε τον κόσμο. Εκείνη μάλλον υπήρξε η τελευταία φορά που η Θεωρία κατάφερε να εμπνεύσει σε μαζική κλίμακα την επανανάγνωση του κόσμου. Δεν είναι κακό να το παραδεχτούμε. Έχοντας βεβαίως επίγνωση ότι η Θεωρία της εποχής δεν είχε ακόμα αντιληφθεί τη «μεταμοντέρνα συνθήκη» (ο Λιοτάρ την ανιχνεύει για πρώτη φορά μόλις το 1979)[5], εφόσον εκκρεμούσε, με τη μορφή του ιστορικού κατεπείγοντος, η τοποθέτηση απέναντι στη (μετα)μαρξιστική συνθήκη των εκατό λουλουδιών[6] που (δυστυχώς) ουδέποτε κατάφεραν να ανθήσουν…
Και η τέχνη του Λόγου, η τέχνη γενικότερα;
H θεμελιώδης ψευδαίσθηση ότι η τέχνη γενικά και η λογοτεχνία ειδικότερα έχει κάποια «χρησιμότητα» για την ανάγνωση της ζωής δεν ισχύει πλέον. Για την ακρίβεια, δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη σήμερα: όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται (η απόλυτη πραγμοποίηση που διέβλεπε ο Αντόρνο είναι οριστικά εδώ). Τα πάντα στρέφονται λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά προς την οικονομική συναλλαγή. Η κύρια αγωνία του σύγχρονου συνειδητού καλλιτέχνη, του σύγχρονου συγγραφέα, είναι η αγωνία του Πολίτη που επιμένει, στην εποχή της βίαιης εξαγοράς των συνειδήσεων, να διατηρήσει θεμελιώδεις, για την ομαλή συνέχιση της ζωής, ψευδαισθήσεις, εκείνες που η αχρημάτιστη τέχνη παρέχει ακόμα ως δώρο, χάρισμα.
Σ’ αυτή τη σκληρή συγκυρία με ποιον αλήθεια τρόπο η τέχνη και η λογοτεχνία, ως πάγιες εμπροσθοφυλακές της Θεωρίας, είναι σε θέση να αναπαραστήσουν τον κόσμο σήμερα; Έγραφα κάποτε ότι θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε για τις παλιές (καλές) μάχες που δόθηκαν στον Μεσοπόλεμο, στους κόλπους της ευρωπαϊκής Αριστεράς,[7] με άξονα το δίλημμα «Μοντερνισμός ή Ρεαλισμός» (ή, όπως το τοποθετούσαν αργότερα, στα ελληνικά ξερονήσια της εξορίας: «Τζέιμς Τζόις ή σοσιαλιστικός ρεαλισμός»). Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ ότι όλη αυτή η ζύμωση ανήκει αμετάκλητα στην Ιστορία μιας ευρωπαϊκής κουλτούρας που σήμερα δεν ενδιαφέρει κανέναν, μόνον λιγοστούς μυημένους.
Εδώ και πάρα πολύ καιρό, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα στη γραφή, την τέχνη και την κουλτούρα γενικότερα, είναι πρόβλημα κατανόησης του κόσμου. Όποιος, παράδειγμα, «διαβάζει» τον κόσμο μέσα από την κουλτούρα της Μπάρμπι (ακόμα κι αν αυτή είναι localized, όπως π.χ. στα ελληνικά ευπώλητα βιβλία που προορίζονται για ανορεξικές και ανέραστες κυρίες), κατανοεί τη ζωή του σαν Μπάρμπι. Δηλαδή διαβάζει πρόχειρα, επιπόλαια, στον αφρό. Διαβάζει μια πλοκή, διαβάζει μια ιστορία, καταπίνει το ένα μετά το άλλο βιβλία της λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας, λες και είναι επεισόδια σε τηλεοπτική σειρά. Τα συζητάει εξίσου ανάλαφρα στα κοινωνικά δίκτυα, λες και είναι ιστοριούλες από τα παρασκήνια των ειδήσεων. Κάνει ζάπινγκ ανάγνωση των βιβλίων, της τέχνης και, τελικά, του κόσμου. Ειδικά όταν βρεθεί αντιμέτωπος με έναν λόγο / κείμενο / έργο που προσκαλεί κάποιες απαιτήσεις διαφορετικής ανάγνωσης του κόσμου, πέρα από την κυρίαρχη των κυρίαρχων Μέσων, ο λόγος / κείμενο / έργο ακυρώνεται αυτομάτως μέσα από την à la Μπάρμπι ανάγνωσή του.

Μεγάλη μερίδα αναγνωστών έχει εθιστεί να διαβάζει τη λογοτεχνία όχι ως αυτό που είναι, ως τέχνη της ζωής, μια τέχνη που θέτει ερωτήματα για τη ζωή, μια τέχνη που εμπνέει την Επιθυμία για την αλήθεια και την ομορφιά, αλλά ως φτηνό ρεπορτάζ του Πραγματικού. Είναι σχεδόν φυσιολογικό να διαβάζεις έτσι. Αφού αυτή τη γραφή κι αυτή την ανάγνωση διδάσκει η κυρίαρχη ανάγνωση του κόσμου: Ένα ρεπορτάζ του Πραγματικού που δεν έχει καμία σχέση με το Πραγματικό. Ή, έχει όση σχέση έχει η Μπάρμπι με τον πραγματικό κόσμο ή τα φαστ-φουντ με το πραγματικό φαΐ. Η πιο σοβαρή συνέπεια αυτής της παραμορφωτικής ανάγνωσης του κόσμου είναι μία – και τη διατυπώνω δίχως καμία περαιτέρω εξήγηση (ο καθείς θα πρέπει να την ανακαλύψει μέσα από την προσωπική του διαδρομή): σιγά, αλλά σταθερά, όπως το σαράκι που τρώει το ξύλο, χάνεται από τα μάτια της πλειονότητας του κόσμου η Επιθυμία του Αισθητικού, η Επιθυμία της όποιας ομορφιάς, αλλά και το κριτήριο που επιτρέπει να την αναγνωρίζεις όταν τη συναντάς.
Με αυτή την απώλεια της Επιθυμίας συνδέεται ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα στην Iστορία της Τέχνης: η αληθοφάνεια. H σχέση του Έργου με το Πραγματικό. Η Ιστορία διδάσκει ότι η καλύτερη λογοτεχνία κάθε καιρού και κάθε τόπου γύρισε την πλάτη στο ζήτημα της αληθοφάνειας. Aυτό πιο συγκεκριμένα υπονοεί: όχι ότι αδιαφόρησε για το Πραγματικό καθεαυτό. Tο αντίθετο μάλιστα. H καλύτερη λογοτεχνία ουδέποτε αδιαφόρησε για το Πραγματικό. Aδιαφόρησε, όμως, για τον βαθμό αληθοφάνειας διά της οποίας θα το αποδώσει. Δείτε π.χ. τον Ντάντε, τον Στερν, τον Θερβάντες, τον Pαμπελέ, τον Γκόγκολ, τον Μπέλι, τον Kάφκα, τον Τζόις, τον Mπέκετ, τον Μπόρχες, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, για να αναφέρω πρόχειρα, έτσι στην τύχη, μερικά πασίγνωστα παραδείγματα αναληθοφανούς ρεαλισμού. Kι όμως, όλοι αυτοί οι μεγάλοι κλασικοί στην πραγματικότητα αγωνιούσαν για την απόδοση του Πραγματικού.[8] Θα τους ονομάσουμε ρεαλιστές; Δεν νομίζω. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που τους έκαιγε όταν έγραφαν. Η σχέση της λογοτεχνίας με το Πραγματικό δεν είναι μια σχέση μορφική με την πολύ στενή έννοια (δηλαδή μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης πιστότητας στην αληθοφανή απόδοση του Πραγματικού), είναι πρωτίστως μια σχέση μορφική με την ευρύτατη έννοια, σχέση εμπειρική / καλλιτεχνική: είναι μια σχέση που απορρέει από τη λιγότερο ή περισσότερο γνήσια επιθυμία του καλλιτέχνη να καταβροχθίσει, να σπαράξει, να πονέσει, να χαθεί μέσα στο Πραγματικό – με την ερωτική έννοια του όρου.
Zούμε, εδώ και τριάντα και παραπάνω χρόνια, έναν πληθωρισμό λογοτεχνίας και τέχνης που υποκρίνεται το αληθοφανές, το Πραγματικό. Tο μεγαλύτερο μέρος αυτής της ευπώλητης, μεταμοντέρνας μυθοπλασίας, παγκοσμίως, υποκρίνεται πως αποδίδει το Πραγματικό ενώ στην ουσία παράγει ένα αθλητικό ρεπορτάζ του Πραγματικού.[9] Aυτή είναι η αλήθεια κι όποιος δεν τη βλέπει ζει στα σκοτάδια. Aλλά αυτή η παραγωγή δεν οικοδομεί τέχνη του λόγου, δεν οικοδομεί καμία τέχνη. Πρόκειται για έναν διεφθαρμένο ρεαλισμό, έναν ρεαλισμό που στέκεται επιπόλαια στον αφρό της ζωής – όπως η ρηχή, εξαγορασμένη δημοσιογραφία, όπως η πλαστική πόρνη Μπάρμπι. Αυτός ο ρεαλισμός δεν ταράζει τίποτε και κανέναν. Δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει, δεν πληγώνει, δεν αρνείται, δεν κρίνει, δεν σκέφτεται, δεν κινητοποιεί τις ψυχές, την Επιθυμία. Αναπαράγει μηρυκαστικά τη ζωή λες και αυτή η κοινωνική ζωή έχει πάψει να επιθυμεί, λες και η ζωή έχει συρρικνωθεί σε μικροσυμβάντα που αφορούν πάντα τους άλλους, αλλά ποτέ τον Άλλο. Έχοντας, επιπλέον, αποσυνδεθεί από την όποια Θεωρία που εμπνέει το όποιο Όραμα, την όποια Επιθυμία, έχει επιστρέψει εν πλήρη συγχύσει στη ρωπογραφία της ατομικής εμπειρίας ανάγοντάς τη, μέσα από στερεότυπες συνταγές, σε παγκοσμιοποιημένη version του Πραγματικού.
Κι έτσι σιγά σιγά αλλά σταθερά, ο σύγχρονος αναγνώστης, πνιγμένος στο ρεπορτάζ, πνιγμένος στη δημοσιογραφική αληθοφάνεια που περνιέται / πουλιέται για τέχνη, χάνει από τα μάτια του την Επιθυμία. Την επιθυμία για την ομορφιά του κόσμου. Την επιθυμία για την Ουτοπία ενός άλλου κόσμου. Την επιθυμία γενικώς. Συνηθίζει κανείς στην ασχήμια, όπως συνηθίζει στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίζει στην πολιτική διαφθορά, όπως ένα κουρασμένο ζευγάρι συνηθίζει να απέχει από τον έρωτα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη έχει εθίσει τον αναγνώστη / θεατή του έργου τέχνης στην παραίτηση από την Επιθυμία.
Σήμερα, μετά και τη βαρβαρική μεταμοντερνική εμπειρία που γέμισε τα μουσεία με τόνους άχρηστων αντικειμένων[10] και τις βιβλιοθήκες τόνους λογοτεχνίας με ημερομηνία βραχείας λήξης, η Λογοτεχνία έρχεται αντιμέτωπη όχι τόσο με το Πραγματικό καθεαυτό (και την όποια αναπαράστασή του), αλλά κυρίως με την εικονική, αμερικανικής έμπνευσης, ισοπεδωτική αναπαραγωγή του, εκείνη που διανέμουν τα ΜΜΕ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σχέση της σύγχρονης Λογοτεχνίας με το Πραγματικό καθίσταται περισσότερο από ποτέ σχέση συγκρουσιακή. Σε μια εποχή συγκαλυμμένων ολικών καταστροφών, εποχή όπου κινδυνεύει ακόμα και η διαδικασία της ανάγνωσης ως παιδαγωγικής διαδικασίας,[11] η Λογοτεχνία οφείλει πρώτα απ’ όλα να πείσει, όχι απλώς ότι αξίζουν οι δικές της ιστορίες, αλλά ότι αξίζει ακόμα να περιγράφουμε ή να διαβάζουμε μύθους και ιστορίες, όποιες κι αν είναι αυτές. O ποιητής της λογοτεχνίας σήμερα, με αυτή την έννοια, και μόνον με αυτήν, θα καταφέρει να παραμείνει αυτό που ήταν πάντα: ένας αντιδραστικός προς το κυρίαρχο ρεύμα ή, αν προτιμάτε: ένας μοναχικός (;) επαναστάτης.
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, πολύ πριν την έκρηξη του Μεταμοντέρνου, το 1977, διέκρινε προφητικά την ανάγκη για έναν νέο ρεαλισμό ο οποίος, αφενός θα υπερβαίνει τις διαπιστωμένες αντιφάσεις του μοντερνισμού[12] και αφετέρου θα αποκολλάται από τις γερασμένες συμβάσεις του παρεμβατικού ρεαλισμού. Ήδη από τότε ο οξυδερκής θεωρητικός έβλεπε την πιθανή διαλεκτική σύνθεση των δύο ρευμάτων στη σύγχρονη συγκυρία: σύνθεση ενός παρεμβατικού ρεαλισμού που ανασυνθέτει, μέσα από το μεγάλο ταξικό μέτωπο εναντίον της παγκοσμιοποίησης, την ενότητα του κατακερματισμένου κόσμου με έναν μοντερνισμό που ανανεώνει / επαναστατικοποιεί δραστικά τις μορφές αναπαράστασης του Πραγματικού.[13]

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε έναν «Ρεαλισμό μετά τον Ρεαλισμό» κατά το όραμα του Τζέιμσον. Έναν ρεαλισμό που θα εμπνέει ξανά την Επιθυμία, έναν ρεαλισμό που θα διεγείρει από την αρχή το χαμένο κριτήριο του Αισθητικού. Έναν ρεαλισμό που θα παράγει ξανά ομορφιά (μορφή) στη θέση της ασχήμιας (α-σχήμα) και Ουτοπία στη θέση της Δυστοπίας. Η ανάγκη για μια ριζοσπαστική Θεωρία της αναπαράστασης του Πραγματικού που θα εμπνέει σε παγκόσμιο επίπεδο (και σε άμεση σύγκρουση με την εικονική αναπαράσταση του κόσμου) μια νέα κοινωνική και πολιτισμική Ουτοπία είναι ορατή. Στον βαθμό, εννοείται, που το αίτημα για τον κόσμο μας σαφώς παραμένει: να τον αλλάξουμε!






[1] Το κείμενο αυτό έχει μακρά ιστορία: Ι. Υπό τον τίτλο «Ο μετά τον Ρεαλισμό ρεαλισμός» αποτέλεσε εισήγηση σε εκπαιδευτικό σεμινάριο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Παιδαγωγικό Τμήμα, 17/5/2007) και περιλήφθηκε σε σχετικό τόμο των πρακτικών του σεμιναρίου (Η τέχνη της μυθοπλασίας και της δημιουργικής γραφής, Συγγραφείς και θεωρητικοί μιλούν για την τέχνη του μυθιστορήματος, επιμ. Τ. Τσιλιμένη - Μ. Παπαρούση, Επίκεντρο 2010, σ. 33-38). ΙΙ. Υπό τον ίδιο τίτλο δημοσιεύτηκε στο περ. Διαβάζω (τχ. 477, 9/2007, σ. 34-37). ΙΙΙ. Στη συνέχεια, με αρκετές παραλλαγές και υπό τον εδώ τίτλο, δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή, στο πλαίσιο ενός εκτενούς αφιερώματος υπό τον γενικό τίτλο «Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά» (ένθετο «Αναγνώσεις», 13/4/2008). ΙV. Υπό τον ίδιο τίτλο, επίσης, περιλήφθηκε σε σύμμεικτο τόμο με τα κείμενα αυτού του αφιερώματος (Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά, 1εκδ. Το πέρασμα, 2008 σ. 110-16 / 2εκδ. Ταξιδευτής 2013). V. Ξανακοιταγμένο, περιλαμβάνεται στον ό.π. τόμο, Πεδία Μάχης Αφύλακτα, «2008: Δύο τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν / τη Θεωρία, την Τέχνη, την Αριστερά» (σ. 56-63). VI. Στοιχεία αυτού του άρθρου συμπυκνώθηκαν σε νέο άρθρο, υπό τον τίτλο «Επιθυμία» (διαδικτυακή επιθεώρηση Bibliothèque (στήλη Credo, 2016) και αναδημοσιεύτηκαν εκεί εκ νέου στις 13/2/2019 (http://www.bibliotheque.gr/article/21888 – (11/2/20). Βλ. Εργαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας / Αρχειακά Τεκμήρια & Τύπος (ΕΑΤΤ), Κριτικογραφία 2016-2018.
[2] Το έργο του Φρίντριχ Έγκελς, Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Neue Ζeit, αρ. 4 και 5 και κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση σε βιβλίο το 1888, από τον οίκο I. Η. W. Dietz, στη Στουτγάρδη. Σε παράρτημα του βιβλίου συμπεριλαμβάνονται οι έντεκα γνωστές θέσεις του Μαρξ. Η ενδέκατη (τελευταία) θέση: «Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μόνο τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον μεταβάλουμε». (Ελλ. μτφρ. Φ. Φωτίου, Θεμέλιο 1967 και Γ. Μπλάνας, Ερατώ 2004.)
[3] Πρβλ. με το: «Ο στόχος της επανάστασης είναι η κατάλυση του Φόβου. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να τη φοβόμαστε ούτε και να δίνουμε σ’ αυτόν τον Φόβο οντολογική υπόσταση» (Τίοντορ Αντόρνο, «Γράμματα στον Βάλτερ Μπένγιαμιν», Uber Walter Benjamin, Suhrkamp Verlag, Frankfurt 1970, Γράμμα με ημερομηνία 18/03/1936).
[4] Αυτή η θέση του Αντόρνο διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1949, σε άρθρο με τίτλο «Culture Critique and Society», και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε τόμο με κριτικά δοκίμια το 1955 (Prisms). Η θέση αυτή έχει κατά κόρον παρερμηνευτεί. Το εδώ κείμενο παραπέμπει στη γνωστή φράση «Το γράψιμο της ποίησης μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρικό» – που δηλώνει ότι η ποίηση, ή διαφορετικά, η αφαιρετική / μεταφορική / συμβολική γλώσσα, εξ ανάγκης εμπλέκεται σε τέτοιο βαθμό στη διαλεκτική σύγκρουση με τη βαρβαρότητα που φέρει ευδιάκριτα τα ίχνη αυτής της σχέσης.
Παραθέτουμε εδώ, σε δική μας απόδοση (από την έκδοση Prisms, «Cultural Criticism and Society» 19491, MIT Press, 1983, σ. 34, ανατύπωση εκείνης του 1967, με πρόλογο του Αντόρνο) όλο το σχετικό απόσπασμα: «Η κριτική της κουλτούρας εξ ανάγκης σήμερα αντιμετωπίζει το τελικό στάδιο στη διαλεκτική σχέση κουλτούρας και βαρβαρότητας. Το γράψιμο της ποίησης μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρικό. Κι αυτό αλλοιώνει ακόμα και την επίγνωση των λόγων που εξηγούν γιατί έχει γίνει αδύνατο να γράψει κανείς ποίηση σήμερα. Η απόλυτη πραγμοποίηση, που προϋπέθετε την πνευματική πρόοδο ως ένα από τα συστατικά της, τώρα ετοιμάζεται να ρουφήξει απόλυτα το ίδιο το μυαλό. Η κριτική ευφυΐα, στον βαθμό που απομονώνεται σε αυτοϊκανοποιούμενους στοχασμούς, δεν μπορεί να σταθεί ισότιμα απέναντι σ’ αυτή την πρόκληση».
[5] Jean-François Lyotard, La condition postmoderne. Rapport sur le savoir, Éditions de Minuit, 1979, απόδοση στα ελληνικά: Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Γνώση 2008.
[6] «H στρατηγική για την πρόοδο των τεχνών και των επιστημών και για μια αναπτυγμένη σοσιαλιστική κουλτούρα στη χώρα μας είναι ν’ αφήνουμε εκατό λουλούδια ν’ ανθίζουν κι εκατό σχολές σκέψης να αμιλλώνται μεταξύ τους». Λόγος του Μάο Τσετούνγκ στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο του 1957, με (υποτιθέμενο) στόχο να παρακινήσει τους διανοουμένους να ασκήσουν κριτική στο καθεστώς. Η διατύπωση με τα εκατό λουλούδια είχε αποτελέσει κεντρικό σύνθημα των αριστεριστών διανοουμένων κατά τον Μάη του ’68.
[7] Aναφέρομαι στις γνωστές ιδεολογικές συγκρούσεις Ερνστ Μπλοχ, Μπέρτολντ Μπρεχτ - Γκέοργκ Λούκατς με αφορμή τον γερμανικό εξπρεσιονισμό κ.λπ. 
[8] Bλ. προηγουμένως σημ. 547 από τον τόμο Steiner, After Babel…, ό.π.
[9] Eπ’ αυτού συνηθίζω πάντα να παραπέμπω στη φράση-κλειδί από τον Kούντερα, που, σημειωτέον, έχει γραφτεί το 1993 (στο: Οι προδομένες διαθήκες, ό.π., σ. 27): «Αλλά η ίδια αυτή διατύπωση, “το τέλος της ιστορίας”, όταν αναφέρεται στην τέχνη μού σφίγγει την καρδιά· αυτό το τέλος μπορώ περίφημα να το φανταστώ, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής παραγωγής μυθιστορημάτων αποτελείται από μυθιστορήματα έξω από την ιστορία του μυθιστορήματος: εξομολογήσεις εν είδει μυθιστορήματος, ρεπορτάζ εν είδει μυθιστορήματος, διακανονισμοί λογαριασμών εν είδει μυθιστορήματος, αυτοβιογραφίες εν είδει μυθιστορήματος, αδιακρισίες εν είδει μυθιστορήματος, καταγγελίες εν είδει μυθιστορήματος, μαθήματα πολιτικής εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του συζύγου εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του πατέρα εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό της μάνας εν είδει μυθιστορήματος, διακορεύσεις εν είδει μυθιστορήματος, τοκετοί εν είδει μυθιστορήματος, μυθιστορήματα ad infinitum έως της συντελείας του αιώνος, που δεν λένε τίποτα καινούργιο, δεν έχουν καμία αισθητική φιλοδοξία, δεν επιφέρουν καμία αλλαγή ούτε στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον άνθρωπο ούτε στη μορφή του μυθιστορήματος, μοιάζουν όλα μεταξύ τους, τα καταναλώνεις θαυμάσια το πρωί και τα πετάς θαυμάσια το βράδυ» (η υπογράμμιση δική μας).
[10] Βλ. αναλυτικά στο: Jean Clair, Considérations sur l’état des beaux-arts, Gallimard 1983 – και στην εξαιρετική ελληνική απόδοση από την Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου: Ζαν Κλαιρ, Σκέψεις για την κατάσταση των εικαστικών τεχνών, Κριτική της μοντερνικότητας, Σμίλη 1993.
[11] Βλ. σχετικά το δοκίμιο του Μαραγκόπουλου, «Δημόσιες βιβλιοθήκες, όχι video games: Προϋποθέσεις για μια αριστερή / ανθρωπιστική πολιτική», στο Πεδία Μάχης Αφύλακτα, Τόπος 2014, σ. 122-27.
[12] Εκείνες που ανέλυσε εξαιρετικά ο Ντάνιελ Μπελ στο βιβλίο του: Οι πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού (Daniel Bell, Τhe Cultural Contradictions of Capitalism, 1978, ελλ. μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, επιμ. Στ. Ροζάνης, Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης, Νεφέλη 1999.
[13] Φρέντρικ Τζέιμσον, «Afterword: Reflections in Conclusion» στην έκδοση Aesthetics & Politics: Τhe key texts of the classic debate within German marxism, Verso 1980, σ. 197-213 (και ειδικά σ. 211-12).

Thursday, 12 June 2014

Xαστούκια & χάδια: μια συζήτηση για τη σχέση Ιστορίας και Μυθιστορίας

Μια συζήτηση για το (ξανα)διάβασμα της Ιστορίας. Μια συζήτηση για τη σχέση μυθοπλασίας και Ιστορίας, για την Επιθυμία στην Ιστορία κλπ. με αφορμή τα βιβλία του Α.Μ., Χαστουκόδεντρο και Πεδία Μάχης Αφύλακτα (10.06.2014, βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει»).
Συμμετείχαν οι: Γιώργος Κόκκινος, καθηγητής Ιστορίας & Διδακτικής της Ιστορίας (Παν/μιο Αιγαίου), Έφη Γιαννοπούλου, μεταφράστρια και δημοσιογράφος (περιοδικό UNFOLLOW) και ο συγγραφέας των δύο βιβλίων. [Ολόκληρο το βίντεο της συζήτησης στο τέλος της ανάρτησης. Εδώ προηγείται μια ολιγόλεπτη απάντηση του συγγραφέα σε ερώτημα που αφορά στη διάπλαση των κεντρικών ιστορικών ηρώων του Χαστουκόδεντρου
«κατά το εικός και αναγκαίον»]




Tο κείμενο του Γιώργου Κόκκινου
(© δημοσιεύεται με την άδειά του)
Ιστοριογραφία και μυθιστόρημα: για το Χαστουκόδεντρο του Άρη Μαραγκόπουλου

«Η Ιστορία γενικά τείνει να εξημερώνει τα γεγονότα βρίσκοντας λογικές εξηγήσεις για όλα. Εγώ όμως ήθελα μια ορθή και τεκμηριωμένη αφήγηση, στην οποία, ωστόσο, να είναι παρόντα τα θύματα, τα οποία, με τον πόνο τους, τις αυταπάτες τους, τους φόβους τους, θα μας δώσουν αληθινές στιγμές στοχαστικής ιστορίας. Θα διαλύσουν την αυτoΐκανοποίηση της επιστημονικής απόστασης […]. Στην αφήγηση […] πρέπει να ακούσουμε απρόοπτα τη φωνή ενός παιδιού δώδεκα χρόνων από την Πολωνία, το οποίο στο ημερολόγιό του ρωτάει τον θεό τι είναι αυτό που συμβαίνει. Αυτό το σάστισμα είναι θεμελιώδες στοιχείο της ιστορίας.»

Σαούλ Φριντλέντερ (από συνέντευξη
στην εφημ. La Repubblica, Νοέμβριος 2013)


Με λίγα λόγια, σχεδόν όλα όσα ζητάμε σήμερα από το ιστορικό μυθιστόρημα ή από κάθε μυθιστόρημα, κυρίως την πολυφωνικότητα, τα διεκδικεί πλέον για λογαρισμό της και η ιστοριογραφία. Η κάλυψη της μεγάλης απόστασης μεταξύ τους ήταν απόρροια ποικίλων οσμώσεων που εξακολουθούν όμως να παραμένουν στη σκιά, καθώς στο οπτικό μας νεύρο συνεχίζουν να αποτυπώνονται οι σκιές ειδολογικών συμβάσεων και διακρίσεων που ο διαζευκτικός  τους χαρακτήρας δεν ισχύει πλέον.
Αν η καταστατική αξία της ιστοριογραφίας είναι η αλήθεια –που πρέπει να αναζητηθεί με κάθε τίμημα– , όπως και η ουδετερότητα / αντικειμενικότητα, από την άλλη πλευρά, η καταστατική αξία της λογοτεχνίας και ειδικότερα του μυθιστορήματος –ακόμα και όταν το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του είναι τα πάθη της Ιστορίας ή το νόημά της– δεν μπορεί παρά να είναι η μυθοπλαστική αληθοφάνεια, η αναγωγή από το ειδικό στο καθολικό, η συγκρότηση εκφραστικών ανθρώπινων ιδεότυπων, η συγκίνηση, η αισθητική πληρότητα.
Όμως, όπως θα προσπαθήσω να δείξω και όπως προεξαγγέλλεται  από το παράθεμα του Φριντλέντερ, η ιστοριογραφία και η λογοτεχνία δεν είναι δυο κόσμοι ασύμβατοι, δυο παράλληλα σύμπαντα. Δημιουργούν επίκοινες ζώνες, αλληλοδιεισδύουν, αλληλοτροφοδοτούνται, συγκαθορίζονται. Πρόκειται συνήθως για ένα παράδοξο «ερωτικό παιχνίδι» που, από τη μια πλευρά, ασκούν με χάρη και επιδεξιότητα οι λογοτέχνες –ενίοτε όμως και με οίηση, προσποίηση, προχειρότητα ή και αφέλεια– αλλά που, από την άλλη, αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας οι περισσότεροι ιστορικοί –κυρίως αυτοί που δαιμονοποιούν τον μεταμοντερνισμό–, αν και η ζήλια τους είναι μεγάλη για τις επιτυχίες των αντιπάλων τους. Όπως, εξάλλου, είναι μεγάλος και ο πειρασμός των λογοτεχνών να χρησιμοποιήσουν την ιστορική πραγματολογία μόνο σαν ιστορικό σκηνικό, σαν άλλοθι ή και σαν αγαπημένο υλικό ανατροπής, πηλό εύπλαστο στη διακριτική ευχέρεια της δημιουργικής τους βούλησης.
Προφανώς ο Άρης Μαραγκόπουλος δεν ανήκει σε αυτούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας εναλλακτικής «ιστορίας» που αντιστρέφει την τροπή των γεγονότων όχι τόσο από έρωτα επιστημονικής φαντασίας, αλλά προς υπενθύμιση της δύσκολης σωτηρίας από τον εφιάλτη του Ναζισμού, είναι το μυθιστόρημα Fatherland του Ρόμπετ Χάρις (1992 Hutchinson / 2012 Arrow books). Επειδή είναι καλή λογοτεχνία, επειδή η Δημόσια ιστορία έχει πλέον την πρωτοβουλία των κινήσεων στις νοηματοδοτικές πρακτικές του μορφωμένου κοινού αναφορικά με το πρόσφατο παρελθόν και, τέλος, επειδή η επιστημολογική σύγχυση που προκύπτει από τη σύμμειξη των κωδίκων και από την αντιστροφή της ιστορικής πραγματικότητας είναι καταλυτική, το αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι πολλαπλά επικίνδυνο. Τη συναίσθηση του κινδύνου είχε και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος στο τέλος του βιβλίου του αισθάνθηκε την ανάγκη να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη του στα κριτήρια αξιολόγησης του «ιστορικού» υλικού που χρησιμοποιήθηκε. Να του υπογραμμίσει εκ των υστέρων ποια από τις ιστορικές του πηγές ήταν γνήσια και αυθεντική και ποια πλασματική. Βέβαια, η όλη σκηνοθεσία προφανώς και μπορεί να εξαντλείται στο ίδιο το αφηγηματικό εύρημα: στην αίσθηση του εγκλεισμού στον λαβύρινθο της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας.
Στον παιγνιώδη μεταμοντερνισμό, η ιστορική μυθοπλασία όχι μόνο διεκδικεί καθεστώς ισοτιμίας με την ιστορική πραγματολογία, αλλά επιπλέον διεκδικεί και τα σκήπτρα. Η υπερκέραση των δυνάμεων του αντιπάλου έχει ως συνέπεια, όπως επισημαίνουν οι Πήτερ Μακλάρεν και Ραμίν Φαραμαντπούρ στην Παιδαγωγική της αντίστασης (εκδ. Τόπος, 2013), «Τα ιστορικά γεγονότα συχνά [να] μετασχηματίζονται σε ένα θεματικό πάρκο της φαντασίας και του παιχνιδιού τύπου Ντίσνεϊλαντ, όπου η διάκριση μεταξύ του γεγονότος και της μυθιστοριογραφίας είναι μόλις –αν είναι καθόλου– αντιληπτή. Η ιστορία έτσι τεμαχίζεται σε ένα εργαστήριο γραμματολογίας, όπου μπορείτε να δημιουργήσετε μια μεταφυσική των εξαφανίσεων και της εφεύρεσης της πραγματικότητας ως εφιάλτη, στον οποίο όλες οι προσπάθειες αντικειμενικότητας υποφέρουν τη μοίρα του Δόκτορα Φράνκεστάιν και του τέρατός του» (ό.π., 122-123).
Στο Χαστουκόδεντρο ο Άρης Μαραγκόπουλος πλάθει υβριδικές μορφές ιστορικού νοήματος που υπακούουν στη λογική ενός «διπλού δεσμού», μιας διπλής εγγραφής:
Επιδιώκει τη διπλή και διασταυρούμενη ανάγνωση, την αλληλοπεριχώρηση των ερμηνευτικών προοπτικών, των διαφορετικών σημειωτικών κωδίκων ιστοριογραφίας και μυθοπλασίας, τη σφαιρικότητα και πολυπρισματικότητα της αποτύπωσης, την κατανόηση της εγγενούς πολυφωνικότητας του πραγματικού.
Πορεύεται με «φαντασία πιθανή» προσθέτοντας στην ιστορική μας ευαισθησία κρίσιμους ελλείποντες κρίκους, χαρακτηριστικές ψηφίδες ιστορικού νοήματος. Κάτι που ούτε η ιστοριογραφία ούτε η λογοτεχνία μας είχε μέχρι στιγμής κατορθώσει με τόση επιτυχία για την περίοδο που απασχολεί το Χαστουκόδεντρο.
Η ιστορική μυθοπλασία του Άρη Μαραγκόπουλου, η χρήση της ιστορικής φαντασίας μετά λόγου γνώσεως, δηλαδή σε ουσιαστική αναφορά με το ίδιο το πραγματολογικό υλικό των πηγών ή αλλιώς «κατά το εικός και αναγκαίον» θυμίζει επιτρέψτε μου την αναλογία τον τρόπο με τον οποίο συνέθετε τις δημηγορίες του ο Θουκυδίδης: λάμβανε καθοριστικά υπ’ όψιν αυτό που απαιτούσε η εσωτερική συνάφεια των εξελίξεων και η δυναμική των γεγονότων, αυτό που θα έπρεπε να έχει διαμειφθεί στη συγκεκριμένη περίσταση, με γνώμονα και τη στέρεη εκ των υστέρων γνώση, χωρίς να περιορίζεται σε ό,τι τελοσπάντων θα αποκαλούσαμε με θετικιστικό ζήλο «πιστή αντανάκλαση της ιστορικής πραγματικότητας».
Ο «διπλός δεσμός» που προτείνει ο Μαραγκόπουλος αντιστοιχεί με τους γενικότερους επιστημολογικούς προβληματισμούς της σύγχρονης ιστοριογραφίας μετά τη γλωσσική και την πολιτισμική στροφή της στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Αναγνωρίζουμε πλέον ότι ακόμα και στην ιστορική γραφή συνυφαίνονται τόσο η αναφορική-τεκμηριωτική λειτουργία, που είναι αποφασιστικής σημασίας, όσο και η ποιητική, που έχει να κάνει με τον διαμεσολαβητικό ρόλο της γλώσσας, άρα της κοσμοθεωρίας και της ιδεολογίας, συνεπώς και της αφήγησης.
Το επίκοινο στοιχείο μεταξύ ιστοριογραφίας και ιστορικοφανούς λογοτεχνικής μυθοπλασίας είναι προφανώς η αφήγηση. Όμως εδώ αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις και οι διενέξεις. Υπάρχει λογοτεχνία που επιχειρεί να υποκαταστήσει την ιστοριογραφία; Αυτό είναι θεμιτό; Αν είναι, αυτό σημαίνει ότι στην ιστοριογραφία εναπόκειται να μιμηθεί αναγκαστικά τη λογοτεχνία, εάν δεν θέλει να χάσει την όποια σχέση διατηρεί ακόμα με το αναγνωστικό κοινό.
Το Χαστουκόδεντρο ανασυγκροτεί και αφηγηματοποιεί μια καίρια τραυματική ιστορική εμπειρία. Υποστηρίζω την άποψη ότι ο Άρης Μαραγκόπουλος επιχείρησε να επεξεργαστεί το πρωταρχικό τραύμα της μετακατοχικής ελληνικής κοινωνίας, τον Εμφύλιο Πόλεμο και τα παρεπόμενά του, με ένα μεικτό κώδικα: έναν κώδικα τόσο καθαρά αρχειακό και ιστοριογραφικό, όσο και αισθητικό-μυθοπλαστικό. Για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της ψυχανάλυσης, διατύπωσε ένα νέο πολύμορφο και πολυτροπικό συμβολισμό. Για να χρησιμοποιήσω και την ορολογία της επιστήμης μου, δημιούργησε ένα εμβληματικό έργο Δημόσιας Ιστορίας, μη ακαδημαϊκής αλλά, ωστόσο, μεστής σε νοηματικό περιεχόμενο ιστορίας. Σε πείσμα πολλών νεοπουριτανών της επιστήμης, της ηθικής και της αισθητικής έδειξε ότι μπορεί από το κακό, την απανθρωπιά και την ασχήμια να αναδυθεί ομορφιά, αισθητική απόλαυση, νοηματική πληρότητα.
Ο Ά. Μαραγκόπουλος δημιούργησε ομορφιά συνθέτοντας τόσο συμβατικούς όσο και –κυρίως καινοτόμους κώδικες. Άλλωστε, αν κάτι καίριο μας υπέδειξε ο Adorno, αυτό είναι ότι οι διακεκαυμένες ζώνες στην Ιστορία δεν μπορούν να αναπαρασταθούν με τις τεχνικές της παραδοσιακής ρεαλιστικής αναπαράστασης.
Το σημαντικότερο, όμως, επίτευγμα του Άρη Μαραγκόπουλου είναι ότι πέτυχε αυτό που θεωρούσε αναγκαίο ο Τσβετάν Τοντόροφ, όταν προσεγγίζουμε τα ιστορικά μας τραύματα: μας βοήθησε να μετατοπιστούμε από την κυριολεκτική στην παραδειγματική μνήμη. Παράλληλα όμως, όπως συμβαίνει στη σπουδαία λογοτεχνία και τέχνη, καλλιέργησε μια παραδειγματική μορφή ιστορικής συνείδησης, η οποία κρύβοντας στον πυρήνα της ιστορικό φρονηματισμό υπακούει σε ιστορικές αναλογίες και αιώνια πρότυπα.
Κατά τη γνώμη μου, είναι ουσιαστική η συμβολή του Ά. Μαραγκόπουλου και στη μετατόπιση της οπτικής γωνίας, ως προς την ιστορική πρόσληψη της μεταπολεμικής περιόδου, από την τραγικότητα και την κριτική απομυθοποίηση στην ειρωνεία. Μετατόπιση που συντελεί αποφασιστικά στην πολυδιάστατη διεργασία του ιστορικού τραύματος της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Ειδικότερα, το Χαστουκόδεντρο είναι μια πολυεπίπεδη τοιχογραφία εποχής, με εξαιρετικά ευρηματικές πτυχές, σημαντικές λογοτεχνικές αρετές και σελίδες μεγάλης συμπύκνωσης και δραματικής έντασης (ενδεικτικά 216-224 και 310-320), κατάστικτη από διακειμενικές αναφορές. Στην αφήγηση συνυπάρχουν ο επικός τόνος, η ηρωολατρική προσέγγιση, η ιστορική αισιοδοξία και ο επαναστατικός βολονταρισμός με την τραγική σύλληψη του βίου και της Ιστορίας, την απομυθοποίηση και την επίγνωση της ματαιότητας του επαναστατικού μεσσιανισμού, που απορρέει, αφενός μεν, από την ανθρωπολογική διαπίστωση της ισχνής δύναμης του καλού σε σχέση με την παντοδυναμία του κακού, αφετέρου δε από την ιστορικά τεκμηριωμένη εξαλλαγή κάθε ουτοπίας σε δυστοπία. Θέση στο υπόβαθρο της οποίας ανιχνεύεται η εδραία παραδοχή του συγγραφέα αναφορικά με τη δομική εξομοίωση δεξιόστροφων και αριστερόστροφων μορφών ολοκληρωτισμού. Ειδικότερα, στο Χαστουκόδεντρο ο ιδεαλιστικός και ανυστερόβουλος οραματισμός υποτάσσεται αναπόδραστα στην ανθρώπινη παθολογία και τη διαρκή αναπαραγωγή εξουσιαστικών μηχανισμών. Γίνεται παίγνιο και άθυρμα στην «Κόλαση της Ιστορίας» από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή και σωτηρία (ενδεικτικά σελ. 392). Είναι και στην περίπτωση αυτή ανάγλυφη μια μορφή παραδειγματικής ιστορικής συνείδησης, η οποία, άλλωστε, βρίσκει δομικές αναλογίες-ισοτοπίες στα μυθολογικά αρχέτυπα που επικαλείται ο συγγραφέας.
Στη μυθιστορία του Ά. Μαραγκόπουλου, η αυτογνωσία, ο φιλοσοφικός αναστοχασμός και η ελεγεία για τη σπαταλημένη ζωή συνυφαίνονται με το αίτημα της ιστορικής αναγνώρισης και της ηθικής δικαίωσης, τον σαρκασμό και τη σάτιρα για το αέναο παιχνίδι του προσπορισμού ισχύος, αλλά και την ειρωνική κριτική αποξένωση από την εχθρική ή απεχθή παραγματικότητα. Ο συγγραφέας, εγκρατής γνώστης της παθογένειας της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας, μιας πανοπτικής κοινωνίας-κρατητηρίου, ανάγει τη Μακρόνησο σε μετωνυμία αυτής της παθογένειας, τόσο στο επίπεδο της μακροπολιτικής του Ψυχρού Πολέμου όσο και σε αυτό της μικροπολιτικής, όπως καταδεικνύει με το εύστοχο παράδειγμα της ιστορίας της υπηρέτριας Σπυριδούλας, αλλά και με αναφορές στη διάχυτη βία, φανερή ή συγκαλυμμένη, στο επίπεδο της οικογένειας.
Υπάρχουν ορισμένα σημεία στο Χαστουκόδεντρο που συναντούν τις αντιστάσεις ή τις ενστάσεις των ιστορικών. Σημεία δηλαδή όπου η εναλλακτική-δυνητική εξέλιξη των γεγονότων δεν συγκρούεται μόνο με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά δημιουργεί ερμηνείες-παγίδες, καλή τροφή για τη Δημόσια Ιστορία. Τέτοια σημεία είναι: α) σε γεγονοτολογικό επίπεδο, ο πρώιμος από-σταλινισμός της Μπέτι Αμπατιέλου σε αντίθεση με την καθυστερημένη ιδεολογική μετατόπιση στις τάξεις των ίδιων των έγκλειστων κομμουνιστών, κάτι που είχε αρχίσει να συμβαίνει, όπως σήμερα γνωρίζουμε, αμέσως μετά το 1949 –αν όχι νωρίτερα– και κυρίως από το 1956. β) Σε επιστημολογικό επίπεδο, η δήλωση του συγγραφέα ότι αντιμετωπίζει το παρελθόν που μελετά είτε ως αλληγορία για το παρόν, είτε ως παρακαταθήκη ανθρώπινων παραδειγμάτων, αφού αυτό που τον ενδιαφέρει είναι κυρίως οι παροντικές μέριμνες. Και γ) σε ιδεολογικό-κοσμοθεωριτικό επίπεδο, η διαμόρφωση μιας παραδειγματικής ιστορικής συνείδησης, με σημεία αναφοράς την αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση και την αέναη ανακύκληση των ίδιων μορφών ιστορικής εμπειρίας.
Ως τραύμα ορίζεται «αυτό που δεν μπορούμε να πούμε», αλλά ταυτόχρονα και αυτό που «δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε». Το τραύμα δηλαδή πάντοτε επιστρέφει γιατί βρίσκει τον δρόμο να μας μιλήσει, να απευθυνθεί στους επιγενομένους, να καταστεί κοινωνικό σύμπτωμα, ακόμα και μετά την παρέλευση πολλών δεκαετιών. Ποιος είναι όμως αυτός ο δρόμος; Είναι η κατάλυση της καταστατικής διάκρισης παρελθόντος-παρόντος, στον βαθμό που το τραυματικό και απολιθωμένο παρελθόν στοιχειώνει, αυτονομείται και ταξιδεύει ελεύθερα και ανεξέλεγκτα στον ιστορικό χρόνο. Είναι επίσης η αποδυνάμωση –έστω και παρά τη θέληση των συνειδητών ή ασυνείδητων φορέων του του κομφορμισμού και της διαγενεακής συμμόρφωσης, η οποία οδηγούσε στην απόκρυψη της ντροπής, της ενοχής ή της οδύνης ή και στην επένδυση της δυσφορίας με τον παραπλανητικό μανδύα της απάθειας, της συναισθηματικής νάρκωσης ή της μελαγχολίας. Επομένως, το τραύμα και ειδικά όταν αυτό μετενσαρκώνεται σε ψύχωση ή τρέλα αποτελεί μια ρωγμή στην τάξη του χρόνου και του λόγου, παράλληλα όμως κι ένα σημαίνον ρήγμα στον κοινωνικό ιστό, που εκ των πραγμάτων διασπά τη συνοχή του κοινωνικού δεσμού. Συγκροτεί, ωστόσο, μια ιδιάζουσα κατακερματισμένη γλώσσα ή παίρνει τη μορφή άσχετων φαινομενικά συμπτωμάτων, αινιγματικών διατυπώσεων και γλωσσικών παραδρομών, ασύνδετων και αποσπασματικών εικόνων, επαναληπτικών ονείρων και παραληρημάτων.
Ο ψυχαναλυτής, σε ατομικό επίπεδο, και ο ιστορικός, σε συλλογικό, όπως επίσης και ο λογοτέχνης, ο κινηματογραφιστής ή ο καλλιτέχνης, λειτουργούν ως διαμεσολαβητές, ως διαγενεακές γέφυρες, δεδομένου ότι ως εκ της ιδιότητάς τους αναδέχονται, θα μπορούσαμε να πούμε, φαντασιακά τη μεταβίβαση του τραύματος και καθίστανται οι ίδιοι οι «τόποι» της πολλαπλής διεργασίας του, συγκροτώντας λειτουργικές νοηματοδοτικές πρακτικές, με την προσδοκία ότι είναι εφικτή η ανάταξη του κοινωνικού δεσμού και η αποκατάσταση της συνέχειας της σημαίνουσας αλυσίδας.
Σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα αυτή ψυχαναλυτική θεώρηση, το ανεπεξέργαστο διαγενεακό τραύμα εμφανίζεται συχνά ως απόκλιση ή τρέλα πλήττοντας έναν ασθενή κρίκο της γενεαλογικής αλυσίδας. Αυτός γίνεται ο επίγονος-σύμπτωμα της τυφλής αντισταθμιστικής λειτουργίας της επιβεβλημένης σιωπής και της απώθησης, ο ακούσιος ή εκούσιος μάρτυρας της τραυματικής εμπειρίας, ο ίδιος ο άγγελος της «φραγμένης» και «εκτοπισμένης» μνήμης και της ανάγκης επεξεργασίας του ιστορικού τραύματος.
Παρεμφερείς απόψεις διατυπώνει και ο γερμανός ψυχαναλυτής Titus Milech όταν διερωτάται επιβεβαιωτικά: « Άραγε η ασθένεια ενός ατόμου προστατεύει ή και σώζει ολόκληρο το οικογενειακό σώμα; Τόσες οικογένειες καταφέρνουν να επιβιώσουν δομώντας πάνω στα μη-λεχθέντα. Το ψεύδος τους επιτρέπει να αντέξουν. Η αλήθεια εκχωρείται στην αρρώστια». Άλλωστε, ως ένα τέτοιο μάρτυρα της απωθημένης οικογενειακής και εθνικής νοσηρότητας αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο Milech τον εαυτό του και κατά συνέπεια στην επίγνωση αυτή προσαρμόζει και τον κοινωνικό ρόλο του. «[Μ]έσα από μένα», γράφει, «υπάρχει πια τώρα κάτι που αγγίζει το αδύνατο. Κάτι από τον κόσμο ανάποδα, κάτι από την κρυμμένη πλευρά του οικογενειακού μου σύμπαντος την άλλη όψη του νομίσματος. Είμαι κομμάτι της πλευράς με τις ραφές που δεν θα έπρεπε ποτέ να γίνουν ορατές».
Ταυτόσημες, στο σημείο αυτό, είναι και οι απόψεις του ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Serge Tisseron, ο οποίος κάνει λόγο για τον «προδιαγεγραμμένο ασθενή».
Ε, λοιπόν, για να «επιστρέψουμε» στην υπό εξέταση περίπτωση, το Χαστουκόδεντρο  είναι ακριβώς ο συμβολικός τόπος επεξεργασίας του εθνικού μας τραύματος. Και ο Άρης Μαραγκόπουλος είναι, ταυτόχρονα, ο «προδιαγεγραμμένος ασθενής», αλλά και ο εξεγερμένος άγγελος, ο φορέας της κάθαρσης και της συλλογικής αυτογνωσίας.

Sunday, 23 February 2014

Μάθημα για τον ρεαλισμό / μοντερνισμό στην Ελλάδα του 21ου αι.


Σε μια συζήτηση, η παρέμβαση του Αris Grandman πήρε, εντελώς απροσδόκητα, τη μορφή μαθήματος για τη σχέση ρεαλισμού / μοντερνισμού και τους τρόπους που το αντιλαμβανόμαστε στην (οιονεί περιφερειακή) Ελλάδα.

Tuesday, 4 February 2014

Δημόσιες βιβλιοθήκες, όχι video games: Προϋποθέσεις για μια αριστερή / ανθρωπιστική πολιτική





Οι καινούργιοι ιδιοκτήτες των εκδοτικών οίκων που απορροφούνται από τα συγκροτήματα απαιτούν να εξομοιωθεί η αποδοτικότητα της έκδοσης βιβλίων με την αποδοτικότητα των υπόλοιπων τομέων δραστηριοτήτων τους, των εφημερίδων, της τηλεόρασης, του κινηματογράφου κ.ο.κ. – ιδιαίτερα κερδοφόροι τομείς όλοι τους.
Αντρέ Σιφρίν, Εκδόσεις χωρίς εκδότες, 1999.[1]

Τα δεδομένα για το βιβλίο
Όταν συζητάμε για πολιτική βιβλίου το 2014 οφείλουμε πρώτα να συμφωνούμε σε ορισμένα δεδομένα που παγκοσμίως έχουν συνδιαμορφώσει τον χαρακτήρα του τις τελευταίες τρεις με τέσσερις δεκαετίες.
1. Το βιβλίο μετατράπηκε από ανθρωπιστικό αγαθό σε αναλώσιμο προϊόν μαζικής κατανάλωσης. Έχασε δηλαδή τον αυθεντικό του ρόλο που είναι: η διά βίου καλλιέργεια του αναγνώστη.
2. Το βιβλίο στην εκπαίδευση, και κυρίως στο λύκειο, επίσης έχασε τον αυθεντικό παιδευτικό του ρόλο. Το βιβλίο απουσιάζει θεαματικά από τη νεανική κουλτούρα. Το υποκαθιστά το διαδίκτυο και η τηλεόραση.
3. Το αμιγές βιβλιοπωλείο έχασε τους σταθερούς του αναγνώστες και απέκτησε ευκαιριακούς πελάτες ευπώλητων σκουπιδιών. Χάνοντας τον αναγνώστη το βιβλιοπωλείο έχασε κι αυτόν τον αυθεντικό πολιτιστικό του ρόλο.

Ο πάγιος ρόλος της βιβλιοθήκης
Όποιος δεν χρησιμοποιεί βιβλία για τη δουλειά του, την ενημέρωσή του, την επιμόρφωσή του, την ψυχή του, βιβλία για την κατανόηση του εαυτού του και του κόσμου λογίζεται, και δικαίως, αμόρφωτος, ακατέργαστος άνθρωπος. Η κοινωνία που αδιαφορεί, όπως η ελληνική, για την ανάπτυξη των βιβλιοθηκών ως οργανικών στοιχείων της γειτονιάς, της κοινότητας, του χώρου εργασίας, του σχολείου, του κάθε κοινωνικού χώρου, είναι μια αμόρφωτη, ακατέργαστη, φοβική κοινωνία. Είναι η ίδια που επέτρεψε στο βιβλίο να γίνει αναλώσιμο  προϊόν, στο σχολείο να χάσει τον ρόλο του και στο βιβλιοπωλείο τον αναγνώστη του. Κοινωνία χωρίς δανειστικές δημόσιες βιβλιοθήκες, που εξ ορισμού εντάσσουν την ανάγνωση βιβλίου στην κουλτούρα όλων ανεξαιρέτως των πολιτών, είναι ανάπηρη κοινωνία, υποταγμένη στην εξουσία της συγκεκριμένης εκείνης αμορφωσιάς που ανέκαθεν γεννάει τον φασισμό.

Δημόσια βιβλιοθήκη και πολιτιστικός ιμπεριαλισμός
(He who pays the piper calls the tune)[2]
Υπάρχει μια συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική πολιτική για τον πολιτισμό παγκοσμίως σήμερα. Στην Ελλάδα εφαρμόζεται πολύ μεθοδικά, υπό το προσωπείο της φιλάνθρωπης χορηγίας, και αποτελεί το μικροπείραμα στον ευρύτερο σχεδιασμό υποταγής του σκεπτόμενου πολίτη, κυρίως του Ευρωπαίου πολίτη, στην εξουσία της χρηματιστηριακής αγοράς. Στην ουσία πρόκειται για την ίδια βάρβαρη πολιτική που χρόνια τώρα επιτίθεται στην Ελλάδα. Εκείνη που έχει εθίσει χρόνια τώρα τις συνειδήσεις στο fast food, fast read, fast fuck, σε μια κατάσταση όπου όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται (ακόμα και η συνείδηση, ακόμα και η κόρη σου, ακόμα και τα ιδανικά σου), σε μια συνθήκη όπου η τηλεόραση αποτελεί ύψιστο κήνσορα και σχολείο των πάντων, κι όπου το γκλάμουρ πείθει ως αυταξία. Πρόκειται για την ιμπεριαλιστική πολιτική που, μεταμφιεσμένη σε life-style, ευθύνεται για την αλλοίωση της κοινωνικής συνείδησης και συμπεριφοράς – μετατρέποντας τον υπεύθυνο πολίτη σε άψυχο καταναλωτή. Αυτή η υπόγεια πολιτισμική βαρβαρότητα, προκλητικά καμουφλαρισμένη σήμερα σε φανταχτερά «πακέτα πολιτιστικής προσφοράς» τύπου Μεγάρου Μουσικής, Ιδρύματος Ωνάση και Ιδρύματος Νιάρχου, είναι χίλιες φορές πιο επιθετική απέναντι στις πραγματικές ανάγκες του πολίτη από την εξώφθαλμη πολιτική ασυδοσία.

Ιδού πώς εφαρμόζεται αυτή η επιθετική πολιτική σε σχέση με τις βιβλιοθήκες:
Βήμα πρώτο: Ένας «ευεργέτης», εν προκειμένω το ίδρυμα Νιάρχου, παραλαμβάνει από το κράτος την (ομολογουμένως) περιορισμένων έως τώρα δυνατοτήτων Εθνική Βιβλιοθήκη, με σκοπό να τη μεταστεγάσει δωρεάν σε αρτιότερες εγκαταστάσεις. Στην ουσία, όμως, αποκτά αδιαπραγμάτευτα την εθνική πολιτισμική παρακαταθήκη, την εθνική μνήμη. Από αυτή την προνομιακή θέση τη διαχειρίζεται με τους όρους ενός παγκοσμιοποιημένου παιχνιδιού συμφερόντων, όπου οι ισχυρότεροι παίκτες (αυτοί που καθορίζουν τη στρατηγική του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού σήμερα) είναι η Google, η Vodafone, το Bill & Melinda Gates Foundation (και οι τρεις «υποστηρίζουν» και «συνεργάζονται» στο γενικότερο σχέδιο για την Εθνική Βιβλιοθήκη – όπως πριν λίγα χρόνια το τελευταίο «συνεργάστηκε» εποικοδομητικά με τη δημοτική βιβλιοθήκη της Βέροιας…), το γερμανικό κονσόρτσιουμ των μίντια Bertelsmann-Penguin Random House-RTL Group κ.ά.
Βήμα δεύτερο: με άξονα την Εθνική Βιβλιοθήκη, ο «ευεργέτης» προχωρά στη συγκρότηση ενός ελεγχόμενου από τον ίδιο Δικτύου με τις 120 καλύτερα οργανωμένες (προσοχή! τις καλύτερα οργανωμένες, ώστε να αποφύγει την πολλή άχαρη δουλειά αλλά και τα ανάλογα έξοδα) δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες της χώρας (πρόγραμμα «Future Library»).
Τι κάνει αυτό το δίκτυο; Μετατρέπει τις αμαχητί παραχωρημένες στον «ευεργέτη» βιβλιοθήκες σε προεκτάσεις της διαδικτυακής αγοράς. Ακούγεται ίσως γοητευτικό, αλλά μόνο σε όσους αγνοούν ότι το διαδίκτυο λειτουργεί κυρίωςως απέραντο εργοστάσιο-παιχνιδότοπος, όπου όλοι οι χρήστες προσφέρουν δωρεάν 24ωρη εργασία και όλοι αποτελούν αποθεματικό κεφάλαιο για τις εταιρείες που το ελέγχουν. Στο διαδίκτυο κυριαρχεί η ψευδαίσθηση του δωρεάν, η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας, η ψευδαίσθηση του λαμπερού όπως η οθόνη σου κόσμου, στο διαδίκτυο φαντασιώνεις τα πάντα, αγοράζεις τα πάντα, υποδύεσαι τα πάντα. Στο διαδίκτυο κυρίως παίζεις, σπανίως είσαι. Στο διαδίκτυο αγοράζεσαι ακόμα και όταν αγοράζεις.[3]
Σε αυτό το πνεύμα δούλεψε «πιλοτικά» και, για τους εμπνευστές της, «επιτυχημένα» εδώ και κάποια χρόνια η πολυσυζητημένη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βέροιας όπου, όπως πολλαπλώς έχει διαπιστωθεί,[4] λειτουργεί περισσότερο ως καταναλωτικό / θεαματικό mall της επαρχίας και πολύ λιγότερο ως παιδευτική, χρηστική βιβλιοθήκη.
Υπό αυτούς ακριβώς τους όρους λειτουργεί τώρα το «φιλάνθρωπο» πρόγραμμα του Future Library του Ιδρύματος Νιάρχου. Το διαπιστώνουμε καθαρά στην πιο προωθημένη του δράση, τα Μedia labs (καμία σχέση με τα ψηφιακά εργαστήρια που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα δύο κείμενα) που τώρα ακόμα λειτουργούν πιλοτικά σε εννέα από τις 120 βιβλιοθήκες της χώρας. Πιο είναι το κεντρικό σύνθημα των media labs; Διατυπώνεται στο, προσοχή, ελληνικό έντυπο, με προκλητική αναίδεια στη γλώσσα των Αμερικανών εμπνευστών του: «Make, Learn, Play, Relax, Share». Το διάβασμα, εννοείται, εδώ δεν υπάρχει καθόλου ως προτροπή! Προέχει το Play, το Relax, το Share. Κι όμως μιλάμε για βιβλιοθήκες! Και μάλιστα τις καλύτερες της χώρας! Διαβάζουμε στο επίσημο πρόγραμμα του Media Lab:

Μέσα σε ένα Media Lab μπορείς να κάνεις την παραγωγή και επεξεργασία ενός βίντεο, να καταγράψεις μια ψηφιακή ιστορία, να ηχογραφήσεις ένα ραδιοφωνικό σποτ ή ακόμη και το δικό σου τραγούδι, να κάνεις μια κλειστή συνάντηση ή απλά να σερφάρεις στο διαδίκτυο και να έχεις πρόσβαση σε αποκλειστικό ψηφιακό περιεχόμενο, χαλαρώνοντας παράλληλα σε ένα ευχάριστο και φιλικό περιβάλλον.

Να λοιπόν τι είδους δημόσια βιβλιοθήκη ετοιμάζεται στο πείραμα που λέγεται Ελλάδα. Μια βιβλιοθήκη αποκλειστικά προέκταση του Διαδικτύου. Μια βιβλιοθήκη-παιχνιδότοπος, μια βιβλιοθήκη video-game: μια ψευδοβιβλιοθήκη, όπου ο διά βίου αναγνώστης παραχωρεί τη θέση του σ’ εκείνη του εφήμερου χρήστη, υποψήφιου πελάτη και δωρεάν εργάτη στο διαδικτυακό αποθεματικό κεφάλαιο της όποιας Google και Vodafone. Μια βιβλιοθήκη, με άλλα λόγια, όπου ο αυθεντικός ανθρωπιστικός ρόλος της ανάγνωσης του βιβλίου παραχωρεί τη θέση του στον αγοραίο της διαρκούς διασκέδασης (Play, Relax, Share), όπου η δύσκολη γνώση παραχωρεί τη θέση της στην ευανάγνωστη πληροφορία κι όπου, το κυριότερο, η διά βίου καλλιέργεια που παρέχει το βιβλίο μεταλλάσσεται στον επιθετικό καταναλωτισμό του εφήμερου – με όποια συνέπεια δυνάμει επιφέρει αυτό στην κουλτούρα ενός τόπου.
Σε όλα αυτά προσθέστε ότι αυτή η πολιτική θα έχει ως άξονα την Εθνική Βιβλιοθήκη. Η οποία, στο όνομα δήθεν της ευρύτερης προσβασιμότητας του κοινού κλπ., θα μετατραπεί σε θεματικό πάρκο life-style διασκέδασης, όπου ο αναγνώστης, ως χρήστης / πελάτης πλέον, θα κάνει τον «οικογενειακό» του περίπατο, θα τρώει, θα Play, θα Relax, θα Share, χίλιες φορές περισσότερο και χίλιες φορές αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι γίνεται με το νέο Μουσείο της Ακρόπολης (όπου τα 3/4 των επισκεπτών εισέρχονται για την εμπειρία του εντυπωσιακού κελύφους / έκθεσης αυτοκινήτων που στεγάζει τα εκθέματα παρά για τα ίδια τα εκθέματα). Και φυσικά, εννοείται, ότι σ’ αυτό το θεματικό mall της Νέας (κατακαίνουργιας) Εθνικής Βιβλιοθήκης ο πελάτης / χρήστης θα πληρώνει τα πάντα, ακόμα και για να καταφέρει το αυτονόητο: να ξεφυλλίσει ένα βιβλίο.[5]

Ζητούσατε καλύτερη Εθνική Βιβλιοθήκη ιθαγενείς της ευρωπαϊκής μπανανίας; Θέλατε καλύτερες υπηρεσίες; πιο προσβάσιμη, πιο ανοιχτή στους νέους και στο κοινό δημόσια βιβλιοθήκη; Ορίστε, πάρτε ευρωέλληνες. Όλοι εδώ παίζουν, όλοι εδώ ανεβάζουν βίντεο και μουσικές, όλοι εδώ είναι χαρούμενοι, «χαλαροί», όλοι εδώ κάνουν share τις ιστοριούλες τους, όλοι εδώ δεν διαβάζουν. Καλύτερες βιβλιοθήκες δεν θέλατε; Ορίστε ιθαγενείς της μπανανίας, λέει προκλητικά η κυβέρνηση των κουίσλιγκς που ανέχτηκε, προετοίμασε, συμφώνησε στην αδιαπραγμάτευτη παράδοση της εθνικής πολιτισμικής παρακαταθήκης στον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό.

Τι να κάνουμε;
Δεν είναι φανερό, ύστερα από όλα αυτά τι πρέπει να κάνουμε, τι πρέπει να κάνει μια αριστερή / ανθρωπιστική πολιτική για το βιβλίο;
Όταν η βαρβαρότητα υποσκάπτει ακόμα και το τελευταίο οχυρό του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας, τη δημόσια λαϊκή βιβλιοθήκη, με την πολιτική τής παγκοσμιοποιημένης αγοράς, δεν είναι φανερό τι πρέπει να κάνουμε, σε τι πρέπει να αντισταθούμε; Όταν η βαρβαρότητα δίνει προτεραιότητα στην εικονική μονοσήμαντη πληροφορία και όχι στην ερευνητική γνώση, στην κουλτούρα του ανεύθυνου παιχνιδιού και όχι του στοχασμού, της σκέψης και της διά βίου αναγνωστικής ψυχαγωγίας (=αγωγή της ψυχής), όταν μετατρέπει τον αναγνώστη της παγκόσμιας πολιτισμικής παρακαταθήκης σε χρήστη της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, δεν είναι φανερό τι πρέπει να υπερασπίσει με νύχια και δόντια μια πολιτιστική πολιτική που θέλει (όχι μόνο να λέγεται αλλά και) να είναι αριστερή;
Να αναλάβει να διαφωτίσει για όλα τα παραπάνω, να αναλάβει να διακόψει όσο είναι καιρός την απίστευτη αυτή διαδικασία αρπαγής του εθνικού πολιτισμικού πόρου, να αναλάβει να υποστηρίξει με νύχια και δόντια ένα κίνημα ανασύνταξης των δημόσιων βιβλιοθηκών της χώρας σε ανθρωπιστική-δημοκρατική και όχι σε αγοραία βάση.

Υπάρχει, ύστερα από αυτά, ζήτημα επιλογής ανάμεσα στον ανθρωπιστικό ρόλο της δημόσιας βιβλιοθήκης και στο καταναλωτικό υβρίδιο της δυστοπίας των future labs;
Ναι, χρειαζόμαστε ένα Κρατικό (όχι κρατικιστικό) Δίκτυο Βιβλιοθηκών με κέντρο μια λειτουργική, ανοιχτή στο κοινό Εθνική Βιβλιοθήκη (και ναι, διαθέτουμε την τεχνογνωσία). Ναι, οφείλουν οι βιβλιοθήκες να ανοιχτούν στον κόσμο των νέων (αλλά το σχολείο πρέπει παράλληλα να κινηθεί άμεσα, δραστικά σ’ αυτή την κατεύθυνση). Ναι, το διαδίκτυο μπορεί να προσθέσει στη λειτουργικότητα της δημόσιας βιβλιοθήκης (αλλά όχι υπό κηδεμονία, όχι παραμερίζοντας τον κεντρικό ρόλο της ανάγνωσης). Ναι, η πρώτη έκδοση των πιο σημαντικών βιβλίων μπορεί και πρέπει να κατευθύνεται μέσω ενός Δημόσιου (όχι δημοσιοϋπαλληλικού) Δικτύου Βιβλιοθηκών σε όλες τις βιβλιοθήκες. Ναι, μια κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να εργαστεί σ’ αυτή την κατεύθυνση. Και τέλος, ναι, επειδή όλοι αναρωτιούνται για το κόστος μιας ανάλογης προσπάθειας: μια φρεγάτα του πολεμικού ναυτικού (μείον τις μίζες), ναι, επαρκεί για να καλύψει το κόστος ενός άρτια οργανωμένου Δημόσιου Δικτύου Λαϊκών Βιβλιοθηκών σε όλη τη χώρα!

Σε μια πρώτη, συντομευμένη εκδοχή, το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή στις 02.02.14
υπό τον τίτλο «Δημόσιες Βιβλιοθήκες: Προϋποθέσεις για μια αριστερή πολιτική».
Λίγο καιρό μετά δημοσιεύτηκε σε πιο εκτενή μορφή στο διαδικτυακό περιοδικό Χρόνος.





[1] André Schiffrin, L' édition sans éditeurs, ελλ. μτφρ. Κ. Ξενάκη, εκδ. Πόλις, 1999, σ. 95.
[2] Aγγλικό δημώδες ρητό (= Όποιος πληρώνει τον αυλητή κανονίζει και τι θα παίξει) που όμως εδώ αναφέρεται ως έμμεση παραπομπή στις υπόγειες πολιτιστικές δραστηριότητες της CIA στις δεκαετίες του πενήντα και εξήντα. Σήμερα, εποχή που το διαδίκτυο ρυθμίζεται και ελέγχεται από παρόμοια ανεξέλεγκτα κέντρα ελέγχου, αυτή η ιστορία θα πρέπει ξανά να μας προβληματίσει (βλ. τη σχετική ιστορική μελέτη: Frances Stonor Saunders, USA: The Cultural Cold War: The CIA and the World of Arts and Letters, 2000, εκδ. The New Press – το έργο αρχικά εκδόθηκε στη Βρετανία με τον τίτλο Who Paid the Piper?: CIA and the Cultural Cold War, 1999, εκδ. Granta.
[3] Βλ. εδώ το κείμενο για το διαδίκτυο: «Το έργο τέχνης στην εποχή της ψηφιακής (ανα)παραγωγής του».
[4] Βλ.: Χάρης Χεϊζάνογλου, Οι βιβλιοθήκες ως χώροι κατανάλωσης (http://vivliothekarios.blogspot.gr/2014/04/blog-post_8.html) και Κατερίνα Τοράκη, Οι βιβλιοθήκες ως χώροι κατανάλωσης ή ως χώροι ειδικών λειτουργιών; (http://katerinatoraki.blogspot.gr/2014/04/blog-post.html).
[5] Η ετήσια οικονομική δραστηριότητα που θα αποφέρει ο χώρος του Κέντρου Πολιτισμού / Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος υπολογίζεται από τους ίδιους τους διαχειριστές του στα 160.000.000, πηγή: εφημ. Έθνος, 08.02.14, Ethnos.gr.